Τετάρτη 3 Αυγούστου 2011

ΛΑΚΑΝ- "ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ"

Το Πραγματικό είναι για τον Lacan ότι αντιστέκεται στο συμβολικό, ό, τι δεν εγγράφεται στη γλώσσα. Αυτό που αποκρύπτεται και που μ’ αυτή του την στάση απολύει εν τέλει και αυτή τη διαθεσιμότητα της γλώσσας. Ένας κλονισμός. Μια αδιάγνωστη και αδιάθετη εξωτερικότητα, μια συνθήκη που ανθίσταται στην αναπαράσταση της, μια αδυνατότητα που διαγράφεται μόνο στην συμβαντική και ακαριαία της διεμφάνιση. Το σύμπτωμα μιας σκηνής που διασαλεύει τη γλώσσα και αποσύρει τις κατασκευές της. Το Πραγματικό λέει ο Lacan είναι το ανυπόφορο, το δυσάρεστο μιας τραυματικής ασυνέχειας. Ένα αρνητικό ίχνος που εξαρθρώνει όλες τις συμβολοφαντασιακές προσδοκίες, εγγράφοντας στο κενό αυτής της έλλειψης την δική του αδυνατότητα, αυτό το σημείο της «επαφής (μας) με το πραγματικό», όπως θα πει ο Lacan. Ένα σημείο που από-γοητεύει και διασαλεύει τη πραγματικότητα της γλώσσας, αναδεικνύοντας αυτή την αναυθεντική της πλευρά, την κατασκευασμένη της φύση. Ένα ανεικονικό στοιχείο που δεν συλλαμβάνεται, δεν χειραγωγείται αλλά αποκρύπτεται ακόμη και σ’ αυτές τις σπάνιες και πολύτιμες, αποκαλυπτικές του στιγμές. Μια εξωτερικότητα που ανθίσταται σε κάθε απόπειρα εσωτερίκευσης, μια οιονεί έτσι απειλή, ένα extraterrestrial παράσιτο της γλώσσας. Σ’ αυτή την αδυναμία του συμβολικού ορίζοντα το Πραγματικό έτσι εγγράφεται ως αυτό το μη δυνατό της γλώσσας. Ένα αδιάθετο νόημα που δεν ανήκει στον ορίζοντα αυτής της αδυναμίας αλλά αντιθέτως γίνεται αυτή η ίδια η εκλειπτική της, η εκλειπτική της έλλειψης του Άλλου. Την όποια υποτιθέμενη έλλειψη στο Πραγματικό την κομίζει μόνο η γλώσσα, αυτή η κοσμική απόσυρση της λέξης, η ανάπηρη φύση της. Αυτή «η ενική ύπαρξη του ίδιου του υποκειμένου», όπως θα πει ο Lacan, που εγκαταλείπει το υποκείμενο στην καταγωγική του απορία, σ’ αυτή τη σημαίνουσα μοναξιά του. Ό, τι ο Lacan θα εγγράψει σ’ αυτή την αδύνατη αρχή της επιθυμίας. Στην αδυναμία της εγγύτητας που διασώζει την άφθαρτη αμορφία του πράγματος, την μυστική και ανοίκεια εικόνα του. Ένα ελλειπτικό νόημα που εκθέτει το υποκείμενο «στο πεδίο των αντικειμένων». Πάντα αυτό ένα πεδίο στρεβλό, έκθετο στην αναστολή και τη σύγχυση των σημείων του. Μια αναμορφωτική «καμπύλωση» που είναι για τον Lacan αυτό το πεδίο της ίδιας της ανοικτότητας του. Το πραγματικό έτσι είναι αυτό που εγγράφεται πέρα από τις φαντασιωτικές και συμβολικές του ταυτίσεις, ο τόπος μιας Άλλης σκηνής, το ίχνος της οποίας πάντα θα μας διαφεύγει, όπως το νερό μέσα απ’ τη χούφτα μας. Οι ενορατικές ενστάσεις του Lacan πάνω στα μυθολογικά αξιώματα της επιστήμης για το πραγματικό, συμπεριλαμβανομένων και αυτών της ιατρικής επιστήμης, μόλις και που αρχίζουν να γίνονται αντιληπτές. Ο Lacan αντιδρούσε σ’ αυτή τη θετικιστική τυποποίηση της επιστημονικής γνώσης που απέκλειε όλες τις δυνατές εξαιρέσεις της ζωής, αυτές που καθορίζουν όμως αυτή τη πραγματικότητα του υποκείμενου. Αντιτασσόταν σ’ αυτή τη συμβολική θωράκιση του επιστημονικού λόγου, στην αποστασιοποίηση του από το καθεστώς της αμφιβολίας και αβεβαιότητας που ήταν άλλωστε και τα καταστατικά του στοιχεία. Η αδυναμία της επιστημονικής περιγραφής του κόσμου δεν είναι για τον Lacan, παρά αυτή η αδυνατότητα του ίδιου του Πραγματικού, μια αδυνατότητα όμως που δεν οδηγεί σε έναν μεταφυσικό μυστικισμό αλλά σ’ αυτή την αναγνώριση των γλωσσικών μας ορίων, στην ελλειπτική φύση της γλώσσας που αδυνατεί να πει «όλη την αλήθεια». Το Πραγματικό έτσι είναι αυτό που υπονομεύει όλες τις αλήθειες του κόσμου, όλες τις συμβολοφαντασιακές του κατασκευές. Γι’ αυτό και η απόλυτη γνώση θα’ ναι για τον Lacan το κατεξοχήν χαρακτηριστικό της ψύχωσης. «Υπάρχει ένας θεός-άτομο», λέει ο Lacan, «ένας θεός-χώρος κλπ. Εάν κερδίσει η επιστήμη ή η θρησκεία, η ψυχανάλυση τέλειωσε. Αλλά αυτό δεν θα συμβεί». Ο Lacan δεν αντιπαλεύει την επιστήμη, αντιπαλεύει όμως την πραγματικότητα της επιστήμης υπερασπιζόμενος το ψυχαναλυτικό πραγματικό, που θα’ ναι πάντα γι’ αυτόν, αυτό το πραγματικό του υποκειμένου. Έχει δίκιο λοιπόν ο Zizek όταν επιχειρεί να διαβάσει τον Lacan πάνω στα παράδοξα της κβαντικής φυσικής, σ’ αυτές τις εκ του μηδενός σωματιδιακές επισκέψεις που αναστέλλουν κάθε νόημα, κάθε δυνατότητα φυσικής γνώσης. Αυτό τελικά που εκτρέπει το πραγματικό και το καθιστά κυριολεκτικά εξωπραγματικό είναι αυτά τα «κβάντα της επιθυμίας» που κινούνται άτακτα και διασαλεύουν με την απροσδόκητη και αχαρτογράφητη παρουσία τους αυτόν τον ίδιο τον ορίζοντα της γλώσσας. Μιας γλώσσας που θα είναι πάντα η γλώσσα της επιθυμίας, αυτό το λάθος πάντα της απεύθυνσης. Η πολιτική εκτροπή είναι μοιραία. Στο περιθώριο κυριολεκτικά της συμβολικής εξουσίας, στα όρια δηλαδή της πολιτικής αλήθειας, εγκαθίσταται μια αιρετική συνθήκη απόλαυσης του άλλου. Ο άλλος που γίνεται αυτή η ριζική εκ-κεντρικότητα του υποκειμένου, η ίδια η αιτία της σχηματοποίησης του[Butler]. Μια πολιτική οικονομία που δεν εδράζεται τόσο στην αλήθεια του Νόμου όσο σε εκείνο το ισχνό ίχνος που επιμένει να ανθίσταται στο Νόμο. Μια λακανική συμβολή στο χώρο της πολιτικής φιλοσοφίας ασύλληπτου μεγέθους. Το Πραγματικό είναι έτσι για τον Lacan αυτή η αδυναμία της συμβολοποίησης, το γλωσσικό της αδιέξοδο, το εμβληματικό αναπαραστατικό της έλλειμμα. Μια προνομιακή έτσι περιοχή εκδήλωσης αυτού του Πραγματικού, αυτής της εξωτερικότητας του Έξω, θα μπορούσε να είναι η Τέχνη. Μια Τέχνη όμως που αντιστέκεται στην πραγματικότητα των αναπαραστατικών της δυνατοτήτων, στη φαντασιακή της έδρα, που «εικονίζει» αυτή την αδυνατότητα της απεικόνισης, που εγγράπτει την αλήθεια του κόσμου όχι στο παρόν της ρεαλιστικής του καθήλωσης αλλά σ’ αυτό το μοναδικό ίχνος της οριστικής του απουσίας. Είναι εκείνη η πειραματική στιγμή της τέχνης και σ’ αυτές τις καταστροφικές της χειρονομίες και πριν προλάβουν μάλιστα αυτές να συμβολοποιηθούν, ακριβώς αυτή η στιγμή, όπου εκκενώνεται το αστραποβόλημα του κόσμου, αυτή η ανατριχίλα του Πραγματικού. Η τέχνη θα’ ναι έτσι για τον Lacan αυτή η μοναδική ευκαιρία της διεμφάνισης του αφανέρωτου, ο τόπος της φαντασιακής υποχώρησης όλων των εικόνων, αυτής εν τέλει της «εικόνας του κόσμου», όπως την θέλει ο Alberti, που εγείρει τώρα αυτό το μυστικό και αφανέρωτο Είναι του κόσμου και τη μοναδική αυτή δυνατότητα της επιστροφής του. Μόνο η τέχνη για τον Lacan μπορεί να γίνει αυτός ο προνομιούχος τόπος της αποκάλυψης, της αποκάλυψης του μη ορατού, τελικά αυτού του μη ειπωμένου. Μπροστά σ’ αυτή τη δι-αφάνεια του Πραγματικού η Τέχνη δεν γίνεται η αδύνατη αναπαράσταση του, αλλά αυτό το (α)δύνατο ίχνος του, αυτό το δυνατό μικρό «α» που αποσπάται από την αδυναμία του κόσμου και φέρει πάνω του όλη αυτή τη νύχτα του Είναι.