ΛΑΚΑΝΙΚΟ ΠΕΔΙΟ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗΣ


ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΙΚΟ – ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΟ – ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ (RSI)


Θα γίνει λόγος για την τριαδική κατανομή των διαστάσεων που εισήγαγε ο Λακάν και που είναι ουσιώδεις για την ανθρώπινη πραγματικότητα. Αυτές οι τρεις διαστάσεις είναι το Συμβολικό, το Φαντασιακό και το Πραγματικό. Θα δοθούν ορισμοί και θα διερευνηθούν, θα εξεταστούν και θα αποσαφηνιστούν ξεχωριστά τα τρία αυτά πεδία. Τέλος, θα διατυπωθεί η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στα τρία αυτά πεδία και ο τρόπος που συνδέονται μεταξύ τους. Εισάγοντας αυτές τις τρεις διαστάσεις, ο Λακάν ήθελε να επανατοποθετήσει τις τοπικές κατανομές του Φρόιντ. Αλλά, επίσης, και να αντιταχθεί στις παρεκκλίσεις αμερικανικής προέλευσης που υποβάθμιζαν την ψυχαναλυτική πρακτική σε μια προσαρμογή του υποκειμένου προς το κοινωνικό περιβάλλον και σε μια ενίσχυση του Εγώ.


ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΙΚΟ
Το Συμβολικό παραπέμπει αφ’ ενός στο λέγειν που, κατά τον Σωσύρ, περιλαμβάνει γλώσσα και ομιλία και αφ’ ετέρου στη συμβολική λειτουργία, έτσι όπως την εννοούσε ο Κλώντ Λεβί Στρως, ως ρυθμιστική λειτουργία των ανταλλαγών μέσα στις κοινωνικές ομάδες. Το μέσο έκφρασης του ανθρώπου είναι η γλώσσα του, που ο Lacan την προσδιορίζει με τη λέξη «συμβολικό».
Η συμβολική διάσταση πρέπει οπωσδήποτε να ληφθεί υπόψη, μια που αφορά «την ίδια τη δομή του λέγειν». Στην ίδια γραμμή σκέψης, το σύμπτωμα θα προσδιοριστεί ως μια φιμωμένη ομιλία που πρέπει να ελευθερωθεί. Ο συμβολικός νόμος οργανώνει τις κοινωνικές ανταλλαγές, καθορίζοντας διαμέσου των απαγορεύσεών τους δυνατούς τρόπους κυκλοφορίας των αγαθών. Η τάξη της γλώσσας περιλαμβάνει και αναπαριστά αυτόν τον νόμο. Η ομιλία και η γλώσσα προσλαμβάνουν ένα συμβολικό χαρακτήρα πέρα από την απλή ανταλλαγή πληροφοριών. Η προαγωγή της συμβολικής τάξης (που περιλαμβάνει ομιλία και γλώσσα) θα είναι το βασικό όπλο της κριτικής που θα ασκήσει σ’ αυτό που θεωρεί ότι είναι μια εκτροπή από την ψυχανάλυση. Η παρέκκλιση αυτή δίνει έμφαση στο φαντασιακό, κυρίως στη φαντασιακή σχέση του υποκειμένου με ένα αντικείμενο, μια σχέση η οποία πρέπει να ακολουθήσει μια πορεία ωρίμανσης. Το υποκείμενο είναι ένας άδειος τόπος, ένα πραγματικό χάσμα που δημιουργείται από το Συμβολικό και εμφανίζεται διχασμένο. Το Εγώ δεν είναι παρά το πέπλο που καλύπτει αυτόν τον διχασμό. Ο Φρόιντ κάνει διάκριση μεταξύ Ιδανικού του Εγώ και Ιδανικού Εγώ. Το ιδανικό του Εγώ, ως ιδανικό του υποκειμένου, ανήκει στο Συμβολικό, ενώ το Ιδανικό Εγώ, ο ιδανικός εαυτός που παρουσιάζει κάθε φορά η κατοτροπική ταύτιση ανήκει στο φαντασιακό. Το ιδανικό του Εγώ λειτουργεί ως οδηγός, ως σημείο αναφοράς του υποκειμένου. Τοποθετείται επέκεινα των φαντασιακών ταυτίσεων, ρυθμίζοντας τις σχέσεις μας με τους άλλους σε μια πραγματικότητα που έχει ήδη μπει σ’ ένα πλαίσιο. Η ρύθμιση του φαντασιακού γίνεται από το Συμβολικό. Μας επιτρέπει να αποδεσμευτούμε από το αδιέξοδο της φαντασιακής σχέσης, μιας κατάστασης δυαδικής και ναρκισσιστικής, που χωρίς την παρεμβολή της συμβολικής διάστασης αποδεικνύεται θανάσιμη, επιβάλλοντας ένα δίλημμα αποκλεισμού: «ή εγώ ή αυτός».
Ο Φρόιντ είχε συσχετίσει το Ιδανικό του Εγώ με το Υπερεγώ, και ο Λακάν τον ακολουθεί και σ’ αυτό το σημείο, λέγοντας ότι ενσαρκώνει τις απαιτήσεις του συμβολικού νόμου. Ο Λακάν υπενθυμίζει εξάλλου ότι το Εγώ δεν είναι ποτέ μόνο του. Αποτελεί πάντα ένα περίεργο δίδυμο μαζί με το Ιδανικό του Εγώ. Η εισαγωγή του Συμβολικού βασίζεται στο απλό γεγονός ότι όλη η εμπειρία της αγωγής κινείται στο πεδίο της ομιλίας και της γλώσσας. Η αποτελεσματικότητά της βασίζεται στο λόγο. Το λέγειν είναι μια ικανότητα και μια λειτουργία, του οποίου η γλώσσα (langue) δεν αποτελεί παρά «ένα καθορισμένο μέρος». Ανάμεσα στα άλλα φαινόμενα του λέγειν η γλώσσα έχει την πρωτοκαθεδρία. Αυτό που λείπει στη γλώσσα για να επιτελέσει τη λειτουργία του λέγειν είναι η ομιλία, δηλαδή μια έναρθρη εκπομπή, μια ατομική πράξη: Η γλώσσα είναι για μας το φαινόμενο του λέγειν χωρίς την ομιλία. Για τον Λακάν, η διάκριση γλωσσικού φαινομένου και ομιλίας αντιστοιχεί στη διάκριση ανάμεσα σ’ αυτό που είναι καθολικό και σ’ αυτό που είναι καθολικό και σ’ αυτό που είναι πολύ ιδιαίτερο. Όταν μιλάμε στους άλλους, υποθέτουμε ότι μιλάμε σε υποκείμενα. Η ομιλία υποθέτει την υποκειμενικότητα, γιατί ο άλλος μπορεί να μας εξαπατήσει. Αλλά καθώς δε γνωρίζουμε την υποκειμενικότητα τον συνομιλητή, είναι σαν να κυνηγάμε μια «σκιά». Αντίθετα, η γλωσσική λειτουργία έχει μια αντικειμενικότητα. Επιτρέπει να ονομάσουμε τα πράγματα αλλά και τους ομοίους μας. Έτσι, στο Συμβολικό συναντούμε τον άλλο σε δύο επίπεδα: ως πραγματολογική αναφορά της γλώσσας και ως υποτιθέμενο υποκείμενο προς το οποίο απευθυνόμαστε.
Η συμβολική τάξη είναι το λέγειν (ομιλία και γλώσσα). Η διατύπωση του Λακάν «το ασυνείδητο είναι δομημένο όπως ένα λέγειν» υπογραμμίζει την επικυριαρχία του Συμβολικού επί του Φανταστικού και καθορίζει τον προσανατολισμό της ψυχαναλυτικής αγωγής. Πριν απ’ όλα, ο άνθρωπος είναι ένα ον που μιλά. Όταν ο Λακάν εισήγαγε την τριάδα, υπήρχε μια σαφής επικυριαρχία του Συμβολικού επί του Φαντασιακού. Αλλά με τη μελέτη της Λογικής της φαντασίωσης, προς τα τέλη της δεκαετίας του ’60, εγκαινιάζεται ένας νέος προσανατολισμός στη στόχευση της αγωγής. Όπως έχει ήδη σημειωθεί, το πρωτείο του Συμβολικού στην ψυχαναλυτική αγωγή, η θεώρηση της αγωγής ως διαδικασίας συμβολισμού, την καθιστά δέσμια του συνόλου των σημαινόντων τη δεσμεύει στα όρια του Συμβολικού.
Μια από τις σκοπιμότητες της ψυχανάλυσης είναι να βρει τη γλώσσα, τη συμβολική ανταλλαγή που επιτρέπει στα ανθρώπινα όντα να συνδέονται μεταξύ τους. Το συμβολικό λοιπόν δηλώνει, στη λακανική θεωρία, τη συνολική τάξη της γλώσσας. Το συμβολικό είναι εκείνο που μας παραδίδει όλο το σύστημα του κόσμου. Ο άνθρωπος γνωρίζει τα πράγματα επειδή έχει λέξεις και ο αριθμός των πραγμάτων που γνωρίζει αντιστοιχεί στον αριθμό των πραγμάτων που μπορεί να κατονομάσει. Αυτό είναι αναμφίβολο. Συνοψίζοντας λοιπόν θα λέγαμε ότι το συμβολικό προσδιορίζει την τάξη του λόγου και της συμβολικής έκφρασης που συνιστά το ψυχαναλυτικό πεδίο.

Ο ΣΥΜΒΟΛΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ
Η διδασκαλία του Λακάν αρχίζει στην Εισήγηση της Ρώμης με την προαγωγή της λειτουργίας της ομιλίας και του πεδίου της γλώσσας, με την προαγωγή της συμβολικής τάξης.
Ποια επίπτωση έχει στη θεωρία των ενορμήσεων; Η πρώτη επίπτωση είναι ότι αποσυμπλέκει ενορμήσεις ζωής και ενορμήσεις θανάτου, ότι καταργεί την ενότητα που είχε εκφραστεί με τον ιδιόμορφο τρόπο του όρου «αρνητική» λίμπιντο. Η πρώτη επίπτωση του δομισμού του Λακάν, δηλαδή του γεγονότος ότι δίνεται προβάδισμα στη σημασία έναντι της ικανοποίησης, είναι ότι παραπέμπονται οι ενορμήσεις ζωής στο φαντασιακό ενώ η ενόρμηση θανάτου προσφύεται στο συμβολικό.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο αφιερώνεται το συμπέρασμα της Εισήγησης της Ρώμης του Λακάν, το οποίο αποσκοπεί στο να δείξει τη στενή σχέση που ενώνει το ένστικτο θανάτου με το πρόβλημα του λόγου. Αποσυμπλέκει λοιπόν ενορμήσεις ζωής και ενορμήσεις θανάτου κάτω από την επίδραση του δομισμού. Παραπέμπει τις ενορμήσεις ζωής στο φαντασιακό, ενώ καθιστά το ένστικτο θανάτου αντιβιολογική έννοια. Διαχωρίζει αυτό που πριν από το δομισμό του είχε ο ίδιος συνενώσει. Ο δομισμός του Λακάν δίνει στον θάνατο ακριβώς ειρωνικό καθεστώς, παρά καθεστώς βιολογικό. Ειρωνικό σημαίνει εδώ ένα καθεστώς που αμφισβητεί τα ίδια τα θεμέλια του είναι. Τούτο πάντως προϋποθέτει ότι η επιθετικότητα δεν εξαντλεί τις παραμέτρους του φροϋδικού θανάτου. Η σύζευξη που είχε γίνει προηγουμένως προϋπέθετε την αναγωγή της ενόρμησης θανάτου στην επιθετικότητα. Η Εισήγηση της Ρώμης διαχωρίζει αντιθέτως την επιθετικότητα και την ενόρμηση θανάτου. Ο εν λόγω θάνατος είναι ο προδικαζόμενος θάνατος ή, όπως λέει ο Λακάν, το όριο της ιστορικής λειτουργίας του υποκειμένου. Το επιθετικό «ιστορικός» αντιδιαστέλλεται εδώ προς το «βιολογικός». Ο καθαυτό φροϋδικός θάνατος δεν είναι ο βιολογικός θάνατος, αλλά το ιστορικό όριο. Είναι μια εκδοχή του προς-θάνατον, είναι υπό τη Χαϊντεγκεριανή έννοια, αλλά νοούμενη με βάση τη λειτουργία του σημαίνοντος, δηλαδή ως συμβολικός θάνατος.
Τι είναι τούτος ο συμβολικός θάνατος που είναι κατά βάθος ο δεύτερος θάνατος;
Πρώτον, είναι ένας θάνατος που είναι παρών μέσα στη ζωή, ένας θάνατος που ντουμπλάρει κάθε στιγμή τη ζωή με τις μορφές του σημαίνοντος. Δεύτερον, είναι ο θάνατος που το σύμβολο κουβαλάει. Εδώ εντάσσεται η διατύπωση που έχω από χρόνια υπογραμμίσει, για το σύμβολο που εκδηλώνεται αρχικά σαν φόνος του Πράγματος, και που θα αποκτήσει αργότερα στον Λακάν μια λιγότερο δραματοποιημένη εκδοχή με τη μορφή της μπάρας που έρχεται και διαγράφει κάθε αντικείμενο προορισμένο να υψωθεί στην αξία του σημαίνοντος. Τρίτον, είναι ένας θάνατος που εξατομικεύει, σε αντίθεση με τον φυσικό θάνατο, τον θάνατο του ζώου, που δεν έχει εξατομικευτική διάσταση. Ο συμβολικός θάνατος κορυφώνεται με την αυτοκτονική πράξη. Η αυτοκτονία ως συμβολική πράξη μένει παντοτινά παρούσα στη μνήμη των ανθρώπων.
Τέταρτον, είναι ένας θάνατος που με την ίδια κίνηση που ακινητοποιεί το έμβιο σώμα, το διαιωνίζει. Ο συμβολικός θάνατος είναι ένας θάνατος που εξασφαλίζει μια σημαίνουσα επιβίωση, που βγάζει σε μια ζωή άλλου είδους από τη βιολογική. Σε μια ζωή που είναι υπερβατική ως προς την κληρονομημένη από το ζώο ζωή, όπως λέει ο Λακάν.
Αυτή την επιβίωση στο επέκεινα της βιολογικής ζωής, αυτή τη σημαίνουσα επιβίωση που αποκτά υλική διάσταση με την ταφή ο Λακάν τη χαρακτηρίζει ως: «Τη μόνη ζωή που διαρκεί και που είναι η όντως ζωή, διότι μεταδίδεται χωρίς να χάνεται μέσα στη διαιωνιζόμενη από υποκείμενο σε υποκείμενο παράδοση.
Ο συμβολικός θάνατος νοείται σε αυτή τη βάση αφενός σαν άρνηση της βιολογικής ζωής, όπως καταμαρτυρεί η αυτοκτονική πράξη, αλλά επίσης σαν επιβεβαίωση της συμβολικής ζωής πέραν της βιολογικής. Νοείται μάλιστα από τον Λακάν σαν μια επιβεβαίωση της συμβολικής ζωής εντεύθεν της βιολογικής ζωής, στον βαθμό που η ύπαρξη του υποκειμένου αποκτά το νόημά της βάσει του θανάτου. Ας επιμείνουμε πάντως στο γεγονός ότι ο δομισμός του Λακάν θεμελιώνει τη συν- υπαγωγή του συμβολικού και του θανάτου, οπότε αποκλείει την απόλαυση από το συμβολικό, καθότι η απόλαυση προϋποθέτει τη βιολογική ζωή, και την απωθεί στο Φαντασιακό.

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΟ
Το Φαντασιακό αναφέρεται στη σχέση με την εικόνα των ομοίων μας και με την παράσταση του ίδιου μας του σώματος. Αυτό που εμφανίζεται αρχικά στην αναλυτική πρακτική είναι το Φαντασιακό στοιχείο, και μάλιστα όταν λησμονείται ότι πριν απ’ όλα η ανάλυση είναι μια εμπειρία ομιλίας. Οτιδήποτε έχει να κάνει μ’ ένα είδος αιχμαλωτίζουσας σαγήνης, με την αυταπάτη, με την ικανοποίηση του εαυτού μας, ανήκει στο Φαντασιακό. Ο Λακάν αναφέρεται στην εθολογία, στη συμπεριφορά των ζώων, για να εικονογραφήσει αυτό το σημείο. Από την επίδειξη που προηγείται μέχρι και τη συμπλοκή, το ένα ζώο δείχνει σημεία στο άλλο για να τα δει. Η σεξουαλικότητα υπόκειται κατεξοχήν στη Φαντασιακή τάξη. Όμως, στον άνθρωπο όλα αυτά τα φαντασιακά στοιχεία έχουν και μια συμβολική διάσταση. Για να αναλυθούν, πρέπει να εντοπιστούν στο συμβολικό πεδίο. Πράγματι, πρέπει να διακριθεί αυτό που είναι φαντασιακό από αυτό που είναι αναλύσιμο. Ο Φρόυντ μας έδωσε σχετικά το παράδειγμα του ονείρου. Όπως απέδειξε στο έκτο κεφάλαιο της ερμηνείας των ονείρων, οι ονειρικές εικόνες πρέπει να διαβαστούν σαν ένας γρίφος για να μπορέσουν να αποκρυπτογραφηθούν. Αν σταματήσουμε στις εικόνες, αν αφεθούμε στη σαγήνη τους, δε θα μπορέσουμε να τις αναλύσουμε.
Η φαντασιακή σχέση του υποκειμένου με το είδωλο της κατοπτρικής του εικόνας και τους ομοίους του φτάνει στο απροχώρητο και οδηγεί σε θανάσιμες αναμετρήσεις του τύπου: ή ο ένας ή ο άλλος. Για να υπάρξει κοινωνικός δεσμός, χρειάζεται και ένας τρίτος όρος ανάμεσα στο υποκείμενο και την κατοπτρική του εικόνα. Ο Νάρκισσος, που κατά το μύθο πνίγεται για να ενωθεί με την αντανάκλαση της εικόνας του στα νερά, δείχνει τα όρια του προτύπου που ονομάστηκε ναρκισσιστικό. Αυτός ο τρίτος όρος, αυτό το στοιχείο διαμεσολάβησης, είναι η ομιλία και η γλώσσα. Καθώς δηλώνει ο ίδιος ο Λακάν το 1953, η ομιλία έχει μια διαμεσολαβητική λειτουργία που «αλλάζει τους συνομιλητές». Αλλά η ομιλία δεν είναι μόνο μια εκπομπή έναρθρου ήχου. Είναι και κάτι πέρα απ’ αυτό, είναι μια «πράξης», όπως φαίνεται από εκφράσεις του τύπου «δίνω το λόγο μου»: «Επιτρέπει σε δύο ανθρώπους να υπερβούν εκείνη τη θεμελιώδη επιθετική σχέση που αποτελεί ο κατοπτρισμός του ομοίου μας». Έτσι, η ομιλία γίνεται συστατικό στοιχείο «της ίδιας της πραγματικότητας».
Σε αυτή τη λακανική προοπτική, το φαντασιακό πρέπει να «αποστεγνωθεί» μέσα από την ανάλυση, να αναχθεί δηλαδή μέσα από την ομιλία και τη συμβολική της λειτουργία. Η τέχνη του αναλυτή είναι να θέσει σε εκκρεμότητα, να καταστήσει αβέβαιες τις βεβαιότητες του υποκειμένου, έως ότου εξαντληθούν και τα τελευταία φαντασιακά του καθρεφτίσματα. Η έκβαση αυτή θα προκύψει μέσα από το λόγο. Όπως προείπαμε, το Ιδανικό Εγώ, ο ιδανικός εαυτός που παρουσιάζει κάθε φορά η κατοπτρική ταύτιση, ανήκει στο φαντασιακό. Το ιδανικό Εγώ, ο ιδανικός εαυτός, αναφέρεται στο Εγώ. Τούτο έλκει την καταγωγή του από τη συσσωμάτωση, δηλαδή, και αλληλοεπικάλυψη φαντασιακών ταυτίσεων με τον κάθε φορά ιδανικό μας εαυτό. Επίσης, ως αντίκρισμα στο ιδανικό σημείο παρατήρησης, δίνει μορφή στο Ιδανικό του Εγώ. Το υποκείμενο αναγνωρίζεται ως μορφή, ως εικόνα και μέσω αυτής μετέχει στη φαντασιακή λειτουργία. Αυτή η ταύτιση επιτρέπει στον άνθρωπο να εγκαθιδρύσει τη φαντασιακή του σχέση με τον κόσμο και ρυθμίζει τις ερωτικές του επενδύσεις. Ο Λακάν δείχνει αυτό που κάθε φορά σταθεροποιεί την ταύτιση με το είδωλο, αν όμως λείπει αυτός ο παράγοντας, το είδωλο αυτονομείται και μπορεί να βρεθεί δίπλα μας. Ο Λακάν θα υπενθυμίσει εξάλλου ότι το εγώ δεν είναι ποτέ μόνο του. Αποτελεί πάντα ένα περίεργο δίδυμο μαζί με το Ιδανικό του Εγώ.
Ο Λακάν ξεκίνησε από την ψύχωση. Λόγω της σπουδαιότητας των ναρκισσιστικών φαινομένων που εκδηλώνεται σ’ αυτήν, επεξεργάστηκε ένα μοντέλο που ισχύει γενικά, και όχι μόνο για τους ψυχωτικούς. Στο πλαίσιο αυτού του μοντέλου, το Υποκείμενο και το Εγώ είναι διακεκριμένα μεταξύ τους. Το Εγώ ανήκει στη φαντασιακή τάξη και είναι ο τόπος μιας ριζικής παραγνώρισης η οποία επικαλύπτει και αποκρύπτει το υποκείμενο. Από τη μεγαλομανία του Εγώ προέρχεται αυτό που ο Λακάν θα αποκαλέσει παρανοϊκή γνώση. Η φαντασίωση είναι το «πλαίσιο» της σχέσης του υποκειμένου με τον κόσμο και τα αντικείμενά του. Η φαντασίωση είναι για τον Φρόυντ ένα σενάριο που με τρόπο παραμορφωτικό σκηνοθετεί την εκπλήρωση μιας ασυνείδητης επιθυμίας. Είναι έκφραση απωθημένης επιθυμίας, αλλά και πρότυπο των συνειδητών και ασυνείδητων πόθων του υποκειμένου. Ο Λακάν θα επιμένει στη λεκτική διάσταση της φαντασίωσης στη φαντασιακή της εκδοχή, αλλά και στη συμβολική της άρθρωση που σχετίζεται με το Πραγματικό. Η φαντασίωση μπορεί να καλύψει το διχασμό του υποκειμένου που σημειώνεται με τη διαγραφή και να θέσει σε ένα υποκειμενικό «πλαίσιο» τον πραγματικό κόσμο.
Η φαντασίωση συνιστά σημείο αναφοράς στην αγωγή. Μέσω της φαντασίωσης συσχετίζονται η επιθυμία του αναλυτή και η μεταβίβαση. Και μέσα στη φαντασίωση κεντρικό ρόλο παίζει το αντικείμενο. Μάλιστα, μία από τις τελικές στοχεύσεις της ψυχανάλυσης είναι η απογύμνωση αυτού του αντικειμένου. Το φαντασιακό είναι μια τυπικά ανθρώπινη παραγωγή, προϊόν της ευφυΐας μας. Δεν μπορεί να εκφραστεί μέσα στο πραγματικό παρά μόνο διαμέσου της οδού του συμβολικού, δηλαδή της γλώσσας. Το φαντασιακό είναι σίγουρα οδηγός ζωής για όλο το ζωικό βασίλειο. Η εικόνα παίζει κεφαλαιώδη ρόλο και στο δικό μας το βασίλειο, μόνο που αυτόν τον ρόλο τον ξαναπιάνει, τον ξαναζυμώνει, τον ξαναζωντανεύει εξ ολοκλήρου η συμβολική τάξη. Η εικόνα είναι πάντα λίγο-πολύ ενσωματωμένη σε αυτή την τάξη, η οποία ορίζεται στον άνθρωπο από τον χαρακτήρα οργανωμένης δομής που έχει.
Στην τάξη του φαντασιακού δεν υφίσταται τρόπος να δώσει κανείς μια ακριβή σημασία στον όρο ναρκισισμός. Στην τάξη του φαντασιακού, η αλλοτρίωση είναι στοιχείο συστατικό. Η αλλοτρίωση είναι το φαντασιακό ως τέτοιο. Δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτε από τον τρόπο προσέγγισης της ψύχωσης στο επίπεδο του φαντασιακού, διότι ο φαντασιακός μηχανισμός είναι εκείνο που δίνει στην ψυχωτική αλλοτρίωση τη μορφή της, αλλά όχι τη δυναμική της. Είναι, επίσης αναμφίβολο ότι η φαντασιακή σχέση συνδέεται με την ηθολογία, με την ψυχολογία των ζώων. Η σεξουαλική σχέση εξυπακούει την αιχμαλώτιση από την εικόνα του άλλου. Με άλλα λόγια το φαντασιακό φαίνεται να είναι ο καθαυτό τομέας της ερωτικοποίησης του αντικειμένου. Είναι αυτό που εκ πρώτης όψεως καθίσταται έκδηλο σε μας. Η φαντασίωση είναι ο όρος που ο Λακάν προήγαγε για να συμπυκνώσει ότι συνιστά λιβιδινική ικανοποίηση στον Φρόυντ. Η πυκνότητα αυτού του όρου θα διατρέξει ασταμάτητα τη διδασκαλία του Λακάν. Ό,τι από τη φροϊδική ικανοποίηση περιέσωσε ο Λακάν, συμπυκνώθηκε στον όρο φαντασίωση. Φαντασιώση στον Λακάν σημαίνει ότι ένα στοιχείο προερχόμενο από μια διάσταση διαφορετική από το συμβολικό, έρχεται να ενταχθεί μέσα στο συμβολικό. Στη διδασκαλία του ο Λακάν έκανε λόγο για το βιοφόρο. Τι είναι αυτό το βιοφόρο;Ένα στοιχείο που είναι φορέας ζωής. Είναι αυτό που αποκάλεσε, με τις διαφορετικές αξίες που έδωσε στον όρο, άλφα μικρό. Και ο μαθηματικός τύπος της φαντασίωσης ($ ◊ α) μεταφράζει την ένταξη του βιοφόρου στο διάκενο της αλυσίδας σημαινόντων. Αυτό το βιοφόρο έλαβε προφανώς διαφορετικές αξίες. Αρχικά ο Λακάν το άντλησε από το φαντασιακό, πράγμα που τροποποίησε το καθεστώς του φαντασιακού αντικειμένου, διότι υποχρέωσε το φαντασιακό να καταστεί στοιχείο, και μάλιστα στοιχείο μοναδικό. Αυτό είναι κάτι που αντιβαίνει στο καθεστώς του αντικειμένου στο καθαυτό φαντασιακό, στο οποίο το αντικείμενο είναι πάντα ισοδύναμο ενός άλλου αντικειμένου, πάντα αντικείμενο ανταλλαγής. Το ίδιο ισχύει και στο επίπεδο της ενόρμησης, όπου το αντικείμενο είναι αδιάφορο. Όσο πρόκειται για αντικείμενο που προέρχεται από το φαντασιακό, αποτελεί ένα αντικείμενο αντιπροσωπευτικό, αποτελεί μια Vorstellung, μια παράσταση, έχει μια ταυτότητα. Στη συνέχεια της διδασκαλίας του ο Λακάν θα αναφέρει ότι το βιοφόρο θα γίνει κάτι μη αντιπροσωπευτικό δανεισμένο από το πραγματικό και τελικά ένα καθαρό και κβάντο από λίμπιντο, το οποίο θα ονομάσει πλεόνασμα απόλαυσης [plus – de – jouir].
Η λογική της διδασκαλίας του Λακάν είναι μια διελκυστίνδα, ενώ παράλληλα επιδέχεται μια ορισμένη περιοδολόγηση. Ο Λακάν αφενός οδηγείται στο να αναγάγει την ικανοποίηση στη σημασία. Θα κατασκευάσει, μέσα από αυτή τη διαδρομή, τη λογική της φαντασίωσης και θα δημιουργήσει την κατασκευή της passε. Η λογικοποίηση της φαντασίωσης συνιστά προσπάθεια μετατροπής του βιοφόρου σε στοιχείο σημασίας,προσπαθεί, να δοθεί έμφαση στη σημασία που περιλαμβάνεται στην ικανοποίηση. Ο Λακάν είχε πάντα κρατημένη τη θέση του φαντασιακού πλαισίου αναφοράς, που υπήρξε μάλιστα στην αρχή η δεξαμενή για την απόλαυση. Κλείνοντας, λοιπόν, θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε στο εξής συμπέρασμα: το φαντασιακό κινείται σ’ έναν άξονα που περιέχει τη φαινομενολογική «αντίληψη» μα και την ψευδαίσθηση.


ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ
Το Πραγματικό, που πρέπει να διακριθεί από την πραγματικότητα, αποτελεί μιαν επίπτωση του Συμβολικού: όταν εγκαθιδρύεται το Συμβολικό, είναι αυτό που εξ-ίσταται, μένει εκτός συμβολισμού. Αυτές οι επισημάνσεις προσδιορίζουν αναδρομικά τις πρώτες διατυπώσεις του Λακάν το 1953. Το Πραγματικό αυτή την εποχή ορίζεται ως εκείνη η πλευρά η οποία μας διαφεύγει. Δε διέλαθε βέβαια της προσοχής του Φρόιντ, αλλά ήταν εκτός της θεωρητικής του σύλληψης και εμβέλειας. Μόνο η εισαγωγή της συμβολικής διάστασης θα μπορούσε να θεμελιώσει και να τοποθετήσει εκ νέου τις δύο άλλες διαστάσεις. Σ’ αυτή τη διάσταση δόθηκε έμφαση το 1953, για να εξηγηθεί «η αποτελεσματικότητα αυτής της εμπειρίας, που περνά ολόκληρη μέσα από τα λόγια». Δεν πρέπει να συγχέουμε το Πραγματικό με το αληθινό. Το Πραγματικό είναι αυτό που συλλαμβάνουμε ή θεωρούμε Πραγματικό. Το αληθινό είναι το συγκεκριμένο, το ορατό. Πού το συναντάμε το πραγματικό; Πρόκειται πράγματι για μια συνάντηση, για μια συνάντηση ουσιαστική, μέσα σ’ αυτό που η ψυχανάλυση ανακάλυψε -για ένα rendez-vous στο οποίο είμαστε πάντοτε καλεσμένοι με ένα πραγματικό που διαφεύγει...
Ας ξεκινήσουμε με την λέξη τύχη, τη δανειστήκαμε από το λεξιλόγιο του Αριστοτέλη, όταν διεξάγουμε την έρευνά για την αιτία. Τη μεταφράσαμε η συνάντηση του Πραγματικού. Το Πραγματικό βρίσκεται πέρα από το αυτόματο, την επιστροφή, την επάνοδο, την επιμονή των σημείων, όπου βλέπουμε τον εαυτό μας να διέπεται από την αρχή της ευχαρίστησης. Το Πραγματικό είναι αυτό που βρίσκεται πάντοτε πίσω από το αυτόματο και είναι ολοφάνερο μέσα σε ολόκληρη την έρευνα του Φρόιντ πως αυτό τον απασχολεί. Ποια είναι η πραγματική έγνοια του Φρόιντ στο μέτρο που του αποκαλύπτεται η λειτουργία της φαντασίωσης; Προσηλώνεται, με τρόπο σχεδόν αγωνιώδη, στο να εξετάζει ποια είναι η πρώτη συνάντηση. Το Πραγματικό, που μπορούμε να διαπιστώσουμε πίσω από τη φαντασίωση. Αυτό το Πραγματικό παρασύρει μαζί του το υποκείμενο και σχεδόν το εξαναγκάζει, κατευθύνοντας τόσο πολύ την έρευνα, που, τελικά, μπορούμε σήμερα ν’ αναρωτηθούμε αν αυτός ο πυρετός, αυτή η παρουσία, αυτή η επιθυμία του Φρόιντ, δεν είναι αυτό που συνέβαλε στο όψιμο ατύχημα της ψύχωσης του ασθενούς του.
Η σχέση με το Πραγματικό, για την οποία γίνεται λόγος μέσα στη μεταβίβαση διατυπώθηκε από τον Φρόυντ με αυτά τα λόγια, ότι τίποτε δεν μπορεί κανείς να συλλάβει in effigie, in absentia – και όμως, η μεταβίβαση δεν μας δίνεται άραγε σαν ομοίωμα και σχέση με την απουσία; Αυτόν τον επαμφοτερισμό της πραγματικότητας που αποτελεί αντικείμενο της μεταβίβασης, δεν θα κατορθώσουμε να τον ξεδιαλύνουμε παρά μόνο αν εξετάσουμε τη λειτουργία του πραγματικού μέσα στην επανάληψη. Αυτό που επαναλαμβάνεται, πράγματι, είναι πάντοτε κάτι που παράγεται - ή έκφραση μας λέει αρκετά για τη σχέση του προς την τύχη-σαν τυχαία. Η λειτουργία της τύχης, του πραγματικού σαν συνάντηση-τη συνάντηση στο μέτρο που μπορεί να αποτύχει, που ουσιαστικά είναι η αποτυχημένη συνάντηση-παρουσιάστηκε αρχικά στην ιστορία της ψυχανάλυσης με μια μορφή που, η ίδια από μόνη της, αρκεί για να ξυπνήσει την προσοχή μας-με τη μορφή του τραύματος.
Δεν είναι μήπως αξιοσημείωτο ότι, από την αρχή της αναλυτικής εμπειρίας, το πραγματικό παρουσιάστηκε με τη μορφή εκείνου του αναφομοίωτου που υπάρχει μέσα του,- με τη μορφή του τραύματος, που καθορίζει ολόκληρη τη συνέχεια του, και που του επιβάλλει μια αφετηρία φαινομενικά συμπτωματική; Βρισκόμαστε εδώ στην καρδιά εκείνου που μπορεί να μας επιτρέψει να καταλάβουμε το ριζικό χαρακτήρα της συγκρουσιακής έννοιας που εισήγαγε η αντίθεση της αρχής της ευχαρίστησης προς την αρχή της πραγματικότητας-αυτό κάνει ώστε να μη μπορούμε να συλλάβουμε το γεγονός ότι η αρχή της πραγματικότητας έχει, εξαιτίας της υπεροχής της, την τελευταία λέξη. Πράγματι, το τραύμα θεωρείται σαν κάτι που οφείλει να επουλώνεται από την υποκειμενοποιούσα ομοιόσταση, που προσανατολίζει όλο τον τρόπο λειτουργίας τον προσδιοριζόμενο από την αρχή της ευχαρίστησης. Η εμπειρία μας μας θέτει τότε ένα πρόβλημα, που προέρχεται από το ότι μέσα στις ίδιες τις πρωτογενείς διαδικασίες, βλέπουμε να διατηρείται η επιμονή του τραύματος να ξανάρχεται στη μνήμη μας. Το τραύμα εμφανίζεται πάλι εδώ και πολύ συχνά με ξεσκέπαστο πρόσωπο. Πώς το όνειρο, φορέας της επιθυμίας του υποκειμένου, μπορεί να παράγει αυτό που κάνει να αναδύεται επαναληπτικά το τραύμα-αν όχι το ίδιο του το πρόσωπο, τουλάχιστον την οθόνη που μας το δείχνει ακόμα πίσω; Ας συμπεράνουμε ότι το σύστημα της πραγματικότητας, όσο πολύ κι αν αναπτυχθεί, αφήνει φυλακισμένο στα δίχτυα της αρχής της ευχαρίστησης ένα ουσιαστικό μέρος αυτού που είναι ωστόσο απόλυτα πραγματικό.
ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΩΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ
Στην αρχή της διδασκαλίας του, ο Λακάν είχε θεωρήσει το αντικείμενο ως φαντασιακό. Αργότερα του έδωσε μια συμβολική διάσταση. Εκτός από τη φαντασιακή και τη συμβολική διάσταση, για τις οποίες ήδη μιλήσαμε, θα δούμε τώρα μία πραγματική διάσταση που απέδωσε τελικά ο Λακάν στο αντικείμενο. Είναι, λοιπόν, το υπόλοιπο της αιτιώδους εξάρτησης του υποκειμένου. Πρόκειται για μια διττή εξάρτηση του υποκειμένου από τον Άλλο: αλλοτρίωση, καθώς το υποκείμενο παριστάνεται από τα σημαίνοντα του Άλλου και χωρισμός, στο βαθμό που το υποκείμενο χωρίζεται από αυτόν τον Άλλο στον οποίο οφείλει τη σύστασή του. Το αντικείμενο μικρό α, ως αίτιο της επιθυμίας, προέρχεται από αυτή τη διττή εξάρτηση. Το αντικείμενο αυτό, το οποίο ο αναλυόμενος προβάλλει στον αναλυτή, ο ψυχαναλυτής πρέπει να το στηρίξει. Σε αυτό συμβάλει και η όλη διάταξη της ψυχαναλυτικής διαδικασίας. Αυτό το πολύτιμο όμως που φαίνεται να κρύβει η θέση του ψυχαναλυτή θα εκπέσει στο τέλος της αγωγής. Δεν πρόκειται βεβαίως για το ευτυχές τέλος που υπόσχεται ένα άλλο είδος ψυχανάλυσης, κατά το οποίο δύο εγώ που εξέρχονται από τη διαδικασία «ισχυροποιημένα» συγχαίρουν το ένα το άλλο!
Οι δυσάρεστες καταστάσεις που οφείλονται στην απώλεια των μερικών αντικειμένων έλκονται από τον πρωταρχικό αυτό πυρήνα. Έτσι, το αντικείμενο α είναι αποτέλεσμα της συμβολικής αποκοπής. Αλλά αν το αντικείμενο δεν είναι διαχωρισμένο από το υποκείμενο, αν δεν υπάγεται στο καθεστώς της αποκοπής, αιχμαλωτίζεται σε μια απόλαυση που δεν καθορίζεται από τη συμβολική αποκοπή, την οποία ο Λακάν αποκαλεί απόλαυση του Άλλου. Είναι μια απόλαυση που συνδέει το υποκείμενο με τον Άλλο, θεωρούμενο ως σώμα ολόκληρο. Δεν υπάρχουν εδώ αντικείμενα διαχωρισμένα, αποκομμένα, έτσι ώστε να μπορούν να κυκλοφορούν στην ψυχική ζωή. Έτσι, το υποκείμενο δεν μπορεί να αρθρώσει την επιθυμία του με την επιθυμία του Άλλου. Για τον Άλλο, το υποκείμενο υπήρξε αντικείμενο απόλαυσης και όχι επιθυμίας. Καταλήγει, λοιπόν, να γίνει το αντικείμενο που συμπυκνώνει αυτή την απόλαυση.


Ο ΒΟΡΡΟΜΕΙΟΣ ΚΟΜΒΟΣ
Στο ερώτημα «τι θέλει η γυναίκα» (was will das Weib) που έθεσε ο Φρόιντ αλλά άφησε αναπάντητο αποκρίθηκε ο Λακάν. Εισήγαγε την ιδιαίτερη στη γυναικεία τοποθέτηση απόλαυση, την οποία αποκαλεί, Άλλη απόλαυση. Η θεματική αυτή τον οδήγησε να επανεξετάσει από μια νέα σκοπιά παλιότερες επεξεργασίες του. Συγκεκριμένα, η άρθρωση των τριών διαστάσεων του Πραγματικού, του Συμβολικού και του Φαντασιακού δε θα γίνει πια με κέντρο το φαλλό. Θα αναδιοργανωθεί. Η νέα άρθρωση της τριάδας θα στηριχτεί σε ένα τοπολογικό «δέσιμο», το βαρρόμειο κόμβο. Για πρώτη φορά ο Λακάν αναφέρθηκε στον κόμβο στις 9 Φεβρουαρίου 1972, κατά το Σεμινάριο εκείνης της χρονιάς με τον τίτλο:…Και μη χειρότερα (ακριβέστερα ή και χειρότερα). Σύμφωνα με τον Λακάν ένα χαριτωμένο πρόσωπο που παρακολουθούσε τα μαθήματα του Κυρίου Ģuilbaut του έδωσε αυτή την ιδέα: είναι το έμβλημα του οποίου των Μπορρομέϊ. Ο κόμβος αυτός παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα. Αν κάποιος οποιοσδήποτε, από τους τρεις δακτυλίους κοπεί, απελευθερώνονται όλοι, ξεχωρίζουν δηλαδή ο ένας από τον άλλο. Ο Λακάν αναφέρει για ποιο λόγο χρησιμοποίησε τον κόμβο. Ήθελε με ένα σχήμα να δείξει το τριπλό «δέσιμο» μιας τετραμερούς φράσης: Σου ζητώ (τι;) να αρνηθεί (τι;)αυτό που σου προσφέρω (γιατί;) επειδή δεν είναι αυτό . Είναι η διατύπωση που μπορεί να αποδώσει τη λειτουργία της αγάπης, ένα «ερωτικό γράμμα» που κυκλοφορεί ανάμεσα στους εραστές.
Αντί για «lettre d’ amour» ο Λακάν γράφει «lettre d a-mur», που σημαίνει ότι το γράμμα α, με το οποίο γράφει το αντικείμενο μικρό α, ορθώνεται σαν ένα τείχος ανάμεσα στους αγαπημένους. Πράγματι, αυτό είναι το αντικείμενο α. Εδώ τίθεται ως «η έλλειψη που προϋποθέτει μια ζήτηση. Σε κάθε ζήτηση, η επιθυμία ζητά το αντικείμενο α. Είναι το αντικείμενο που έρχεται στη θέση μιας απόλαυσης. Αυτή θα ήταν η Lustbefriedigung (η «κάρπωση της ηδονής») από αυτό που ανακριβώς αποκαλούμε γενετήσια ενόρμηση. Μια σχέση, δηλαδή, που θα ήταν ολοκληρωμένη και εγγράψιμη του Ενός με τον Άλλο, του υποκειμένου και εκείνου που ότι και να κάνουμε θα παραμένει πάντα ο Άλλος.
Ο Λακάν στο Σεμινάριό του, που έχει τον τίτλο «Το σύμπτωμα», αναφέρει ότι το αντικείμενο α δεν εμφανίζεται διαφοροποιημένο, αλλά κάθε φορά σαν «ένα» πράγμα που σε προηγούμενες επεξεργασίες του το σκεφτόταν και ως «σύμμειξη» των αντικειμένων. Όλα τα σωματικά ανοίγματα κινητοποιούνται «άνισα» ίσως, αλλά μαζί, κι έτσι το ίδιο αντικείμενο συνιστά αντίκρισμα, επίκληση, μετάληψη, συγκράτηση ή απομάκρυνση. Η σωματική ενόρμηση «μεταφράζεται» σε λεκτική ζήτηση και πιο συγκεκριμένα σε γλωσσικούς μετασχηματισμούς από την ενέργεια στην αυτοπάθεια και στο πάθος. Αν το αντικείμενο α αποκτά τέτοια αξία, είναι γιατί υπάρχουν σώματα οργανωμένα από την ομιλία, σώματα που μιλάνε αλλά δεν μπορούν κατά τη συνέρευση να φέρουν τα φύλα τους σε μια σχέση. Γι’ αυτό και υπάρχουν υποκείμενα που βρίσκουν αντίστοιχα πράγματα στο αντικείμενο α, αντίστοιχα σε απολαυστικές ομιλίες, απολαύσεις της ομιλίας και μόνο. Έτσι αποσαφηνίζεται περαιτέρω η θέση του αντικειμένου α στις διατυπώσεις ένταξης στο αρσενικό ή θηλυκό φύλο. Μέσα στο διχασμό του το υποκείμενο σαγηνεύεται από το αντικείμενο α. Μέσω του αντικειμένου α το υποκείμενο επιχειρεί να έρθει σε σχέση με τον κόσμο, αλλά τον κόσμο όπως τον κατασκευάζει φαντασιακά, συμμετρικό με τον
εαυτό του. Με αυτή την έννοια, όπως τονίζει ο Λακάν, το αντικείμενο δεν έχει έμφυλη ποιότητα.
Ο Λακάν στο Σεμινάριό του με τίτλο: «Οι μη πλανώμενοι πλανώνται», αποδίδει σε κάθε δακτύλιο του κόμβου και τις τρεις διαστάσεις του Πραγματικού, του Συμβολικού και του Φαντασιακού. Κάτι νέο εισάγεται με αυτή τη ρύθμιση, αφού οι τρεις διαστάσεις τίθενται σε μια ισοδυναμία. Κάθε κρίκος του κόμβου είναι εξωτερικός ως προς τους άλλους δύο, δηλαδή περιλαμβάνει την πραγματική εκ-στατικότητα, ο καθένας φέρει το συμβολικό άνοιγμα μέσα από το οποίο διέρχονται οι άλλοι δύο και, τέλος, καθένας δένεται με τους άλλους δύο σε μια συστατικότητα που δεν έχει σχέση με το κατοπτρικό είδωλο ούτε με φαντασιακή σύλληψη, αλλά με μια εικόνα πραγματικού δεσίματος.
Ο Λακάν σε μια διάλεξη με τίτλο: «Η Τρίτη» προτείνει διάφορες γραφές του βορρόμειου κόμβου, με τους σχετικούς σχολιασμούς, στους οποίους δεν μπορούμε εδώ να αναφερθούμε. Θα περιοριστούμε στην ακόλουθη γραφή, για να δείξουμε απλώς τον τρόπο που λειτουργεί:
Οι τρεις ισοδύναμοι δακτύλιοι αντιστοιχούν στις τρεις διαστάσεις του Πραγματικού, του Φανατασιακού και του Συμβολικού. «Περισφίγγουν» στην κεντρική οπή το αντικείμενο μικρό α. Το Φαντασιακό προσδιορίζει το σώμα, όπως αυτό δίδεται από το είδωλό του στον καθρέφτη. Ανάμεσα στο Πραγματικό και στο Συμβολικό τοποθετείται η φαλλική απόλαυση. Εδώ φαίνεται η μετατόπιση από τις φροϋδικές αλλά και από τις πρώτες επεξεργασίες του Λακάν. Η επικέντρωση δεν είναι πια ο φαλλός. Ανάμεσα στο Φαντασιακό και το Συμβολικό τοποθετείται η σημασία, η οποία κατ’ αυτό τον τρόπο παίρνει νέα δυναμική και αξία. Στο κέντρο βρίσκεται το αντικείμενο α. Με αυτό «συναρτάται κάθε απόλαυση και καθετί το εξωτερικό σε κάθε μια από τις διατομές». Η φαλλική απόλαυση βρίσκεται στη διατομή Πραγματικού και Συμβολικού και ορίζεται ως εκτός-σώματος, δηλαδή εκτός του φαντασιακού που αντιπροσωπεύει τη σωματική εικόνα. Κατ’ ανάλογο τρόπο, η σημασία είναι εκτός του Πραγματικού (κι εδώ τίθεται το όριο του Συμβολικού, εφόσον το Πραγματικό δεν μπορεί να συμβολιστεί και άρα να σημασιοδοτηθεί). Υπάρχει κάτι στο Συμβολικό, στη συμβολική δόμηση του ασυνειδήτου που δεν μπορεί να ερμηνευτεί.
Πρόκειται για την πρωταρχική απώθηση, που δημιουργεί ένα χάσμα, γύρω από το οποίο θα συσταθεί η συμβολική τάξη. Τέλος, υπάρχει η Άλλη απόλαυση στη διατομή του φαντασιακού και του Πραγματικού. Είναι εκτός Συμβολικού και δεν μπορεί να αρθρωθεί συμβολικά. Η Άλλη απόλαυση (ή απόλαυση του Άλλου) «δε βασίζεται στη διαφορά των φύλων, μοιάζει σαν να είναι παράμερα» και «δεν υπάρχει, δε θα μπορούσε να υπάρξει, παρά μέσα από την ομιλία και συγκεκριμένα μέσα από την έκφραση της αγάπης». Έτσι, ενώ η φαλλική απόλαυση είναι αποκομμένη από το σώμα, η Άλλη απόλαυση δεν μπορεί να αρθρωθεί στη συμβολική τάξη.
Ο Λακάν έκλεισε αυτό το κείμενο του 1974, το οποίο πραγματευόμαστε, με μια αναφορά σ’ ένα κρίσιμο ζήτημα που αφορά το μέλλον της ψυχανάλυσης: Το μέλλον της ψυχανάλυσης εξαρτάται από το τι θα γίνει στο Πραγματικό. Από το αν, παραδείγματος Χάριν, αφήσουμε αυτά τα καινούρια μαραφέτια (gadgets) να μας χειραγωγήσουν, από το αν αφεθούμε σ’ αυτά να μας πάνε όπου θέλουν. Η εισαγωγή του βορρόμειου κόμβου ξεσήκωσε διαφωνίες και πολεμικές που συνεχίζονται ακόμα ανάμεσα στους μαθητές του. Ο Λακάν πραγματεύτηκε τον κόμβο στο τελευταίο στάδιο της διδασκαλίας του. Εκεί, στους χώρους που ορίζονται από τις διατομές του κόμβου, ενέγραψε τις βασικές έννοιες που είχε προωθήσει. Η ιδέα ήταν να «περισφίξει», δηλαδή να συγκαθορίσει, καθένα από τα βασικά δεδομένα ανάμεσα στα καλοδεμένα νήματα του κόμβου.