Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Όψεις της σαγήνης/αποπλάνησης

 Γράφει ο Χρήστος Ζερβής

 Η σαγήνη/αποπλάνηση και η θέση της στην ψυχανάλυση.
Οι όροι σαγήνη ή αποπλάνηση και η αντίστοιχη θεωρία στην οποία παραπέμπουν (θεωρία της σαγήνης ή θεωρία της αποπλάνησης), είναι γνωστοί ως έννοιες στην ψυχανάλυση, στο πλαίσιο μιας πρώτης φροϋδικής θεωρίας για την αιτιολογία των ψυχονευρώσεων άμυνας. Οι όροι όμως αυτοί, ως κλινικοί όροι γενικότερα, υφίστανται και υφίσταντο και πέρα από την φροϋδική προσέγγιση, δηλώνοντας, ιδιαιτέρως στην περίπτωση της αποπλάνησης, σκηνές, με λόγια ή πράξεις σεξουαλικού περιεχομένου, όπου ένα άτομο υφίσταται παθητικά προτάσεις ή συμπεριφορές σεξουαλικού χαρακτήρα από ένα άλλο άτομο, το οποίο είναι πιο ώριμο σεξουαλικά. Όμως, επίσης, οι εν λόγω όροι, και στα ελληνικά κυρίως η σαγήνη, έχουν μια μακρά ετυμολογική και εννοιολογική πορεία, καλύπτοντας ένα ευρύ σημασιολογικό πεδίο, πέρα και πριν από το καθαρά σεξουαλικό, παραπέμποντας σε μια εξιδανικευμένη κατακτητική επίδραση ενός ατόμου απέναντι σε κάποιο άλλο, σε διαφόρους τομείς που αφορούν τον άνθρωπο, ξεκινώντας από το ερωτικό-συναισθηματικό αλλά και πέραν αυτού, για παράδειγμα σε πεδία όπως το πνευματικό (πνευματική σαγήνη), το καλλιτεχνικό (ένα έργο που σαγηνεύει) κ.ά.
Το γερμανικό ρήμα verführen και το ουσιαστικό Verführung, τα οποία χρησιμοποιεί ο Φρόυντ για να αποδώσει λεκτικά την σκηνή αυτού που στα ελληνικά ονομάστηκε σαγήνη ή αποπλάνηση και την ομώνυμη θεωρία για την ψυχοπαθολογία των ψυχονευρώσεων άμυνας,, φαίνεται να καλύπτουν στα ελληνικά τις έννοιες του γοητεύω, του σαγηνεύω και αποπλανώ αλλά, επίσης, και του εκτρέπω, διαφθείρω, διαστρέφω ή και του δωροδοκώ.
Το γαλλικό ρήμα séduire προέρχεται από το αρχαίο γαλλικό ρήμα suduire που σημαίνει οδηγώ κάποιον εκτός, χωρίζω (emmener à part, à l'écart, séparer), πριν οδηγηθεί να πάρει την έννοια του διαφθείρω. Ετυμολογικά, η λέξη σαγήνη προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα σάττω ή σάσσω που σημαίνει: α) φορτώνω, «σαμαρώνω», β) πληρώ τροφής και ποτού, χορταίνω, γ) ικανοποιώ.
 Ο Αισχύλος χρησιμοποιεί μεταφορικά την παθητική μετοχή στη φράση «πημάτων σεσαγμένος», δηλώνοντας τον φορτωμένο με παθήματα και δυστυχίες. Στη λέξη «σαγήνη», η κατάληξη -ήνη μαρτυρεί λέξη με προελληνική αφετηρία. Αρχικά, η λέξη σαγήνη σήμαινε μεγάλο συρόμενο αλιευτικό δίχτυ. Συναντάται στα χρόνια του Ομήρου και έχει χρηστική αξία για τους ψαράδες,2 υπονοώντας ταυτοχρόνως και την επιθυμία να γεμίσει το δίχτυ με πολλά ψάρια, να είναι πλήρες. Στα λατινικά αντιστοιχεί στο sagena. Το ρήμα σαγηνεύω, ως παράγωγο, αν και αρχικά σήμαινε πιάνω ψάρια με δίχτυ, μεταφορικά σημαίνει παγιδεύω, συλλαμβάνω.
 Ο Ηρόδοτος αναφέρει «την δε Σάμον σαγηνεύσαντες οι Πέρσαι παρέδωσαν Συλοσώντι έρημον εούσαν ανδρών». Με αυτήν την έννοια το ρήμα σαγηνεύω είχε το νόημα του περικλείω και αγρεύω ιχθύς δια του συρόμενου δικτύου. Μεταφορικά έλαβε και τη σημασία του εκδιώκω όλους τους κατοίκους μιας χώρας, του ερημώνω αυτή τη χώρα από ανθρώπους διατρέχοντάς την με μια στρατιωτική δύναμη από άκρη σε άκρη. Ήδη στην ελληνιστική περίοδο η σαγήνη είχε λάβει τη σημασία της «γοητείας» και της «πλάνης». Ο Λουκιανός αναφέρει ότι οι σοφιστές σαγήνευαν τους νέους, γεγονός που υποδηλώνει αφενός την καταλυτική επιρροή που ασκούσαν στις ιδέες, τη νοοτροπία, την ψυχοσύνθεσή τους, αφετέρου τις κατηγορίες που οι σοφιστές δέχθηκαν για διαφθορά. Ο δε Ηλιόδωρος χρησιμοποιεί τη φράση «σαγηνευθείς υπ’ έρωτος».
Στην Καινή Διαθήκη το ρήμα σαγηνεύω σημαίνει συλλαμβάνω κάποιον ζωντανό, αιχμαλωτίζω κάποιον χωρίς να τον σκοτώσω, αλλά επίσης και σώζω (Liddell & Scott 1901, Μπαμπινιώτης 2009). Μπορούμε έτσι ίσως, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασιολογική πορεία του όρου, να συνάγουμε ότι η σαγήνη/αποπλάνηση δηλώνει την εκτροπή από το ίδιο, από τον προσωπικό δρόμο, και ταυτοχρόνως την παγίδευση στο δίκτυ αυτού που διαθέτει την τέχνη και τα μέσα για να καθηλώσει, στο πλέγμα που τείνει, ένα ζωντανό πλάσμα, με σκοπό την ιδία χρήση. Η έννοια της εκκένωσης η οποία συναρτάται στον όρο παρουσιάζει το ενδιαφέρον ότι υπογραμμίζει μεταφορικά όσον αφορά τον άνθρωπο το «άδειασμα» του ψυχισμού, στην περίπτωση της κατάληψης από τη σαγήνη, από περιεχόμενα ή διαστάσεις ψυχικής λειτουργίας, όπως θα δούμε και πιο συγκεκριμένα στη συνέχεια. Η εναλλακτική επιλογή την οποία παρέχει η ελληνική γλώσσα ανάμεσα στον όρο «σαγήνη» και τον όρο «αποπλάνηση» για να αποδοθεί η γερμανική έννοια «Verführung», την οποία χρησιμοποίησε ο Φρόυντ για να περιγράψει την αντίστοιχη θεωρία του, ενέχει και την ευτυχή για μας διάκριση και υπογράμμιση των διαφόρων διαστάσεων που μπορεί να περιέχει η εν λόγω έννοια. Επιτρέπει δηλαδή να τονίζεται περισσότερο άλλοτε η επίδραση της εξιδανικευμένης, γοητευτικής παρουσίας κάποιου ατόμου επάνω σε κάποιο άλλο (σαγήνη) και άλλοτε η εκτροπή του δεύτερου εξαιτίας του πρώτου, από κάποια προσωπική πορεία (αποπλάνηση). Μπορεί βεβαίως και να αναδειχθεί με τον ίδιο τρόπο ότι οι εν λόγω διαστάσεις συνιστούν τις δύο όψεις του ιδίου νομίσματος.
 Η φροϋδική ψυχανάλυση, καθότι ταύτισε την αρχή της πορείας της με τη διερεύνηση και τη θεραπεία ψυχοπαθολογικών καταστάσεων που αφορούσαν άτομα θύματα σαγήνης/αποπλάνησης, και αυτό για το λόγο ότι, πέρα από λόγους ηθικής και δεοντολογίας μιας εποχής, ήταν κυρίως αυτοί οι ασθενείς που αναζητούσαν και συνεχίζουν να αναζητούν ψυχική βοήθεια, έμεινε και στη συνέχεια περισσότερο εστιασμένη στην πλευρά του υφιστάμενου την σαγήνη/αποπλάνηση και λιγότερο στην πλευρά του αποπλανητή. Τις τελευταίες δεκαετίες παρόλα αυτά δεν απουσιάζουν, παρότι δεν είναι συχνές, ευκαιρίες κλινικής και θεωρητικής ψυχαναλυτικής εργασίας που ασχολούνται με την άλλη πλευρά, τη «μαύρη» πλευρά, αυτήν του αποπλανητή, και αυτό τόσο για λόγους πρακτικούς, ύπαρξης αναλόγων περιστατικών που ζητούν ψυχική βοήθεια, όσο και για λόγους που σχετίζονται με μια σύγχρονη δεοντολογία, η οποία εκτός των άλλων στηρίζεται και στην αναγνώριση ότι ο αποπλανητής μπορεί να είναι εξίσου πάσχων ή ίσως και περισσότερο σε σχέση με το θύμα του.
 Σε κάθε περίπτωση, παρότι είναι πλέον δυνατό να ανευρεθούν στοιχεία που αφορούν αυτή την άλλη πλευρά, της αποπλάνησης, αυτήν του αποπλανητή, η συνολική της προσέγγιση θα απαιτούσε μιαν άλλη, διαφορετική, μεγάλη εργασία και δεν μπορεί εδώ να προσεγγιστεί παρά μόνο ακροθιγώς. Η αποπλάνηση στο πλαίσιο της φροϋδικής neurotica Στο πλαίσιο της φρούδικής θεωρίας, η σαγήνη (ή αποπλάνηση) αφορά την τραυματική συνθήκη, στο πλαίσιο μιας πραγματικής ή φαντασιωτικής σκηνής (Verführungsszene), όπου το άτομο υφίσταται παθητικά προτάσεις ή συμπεριφορές γενετήσιου σεξουαλικού χαρακτήρα από ένα πιο ώριμο σεξουαλικά άτομο. Ο αποπλανητής είναι συνήθως κάποιος από το στενό περιβάλλον του παιδιού, συχνά ο πατέρας. Ο Φρόυντ τον παρουσιάζει ως «διεστραμμένο» (Φρόυντ 1896c). Στη σκηνή της αποπλάνησης, η «παθητικότητα» του θύματος δεν έγκειται τόσο στην ενδεχόμενη «παθητική» εξωτερική ή εσωτερική αντίδραση απέναντι στην έξωθεν σεξουαλική εισβολή αλλά κυρίως στην ουσιαστική αδυναμία αποκωδικοποίησης και επεξεργασίας του εν λόγω σεξουαλικού πλησιάσματος, με το δεδομένο ότι δεν έχουν εγκατασταθεί ακόμη, λόγω ψυχικής ανωριμότητας, οι συμβολικοί μηχανισμοί ανάγνωσης και διαχείρισης του σεξουαλικού μηνύματος και της σεξουαλικής συμπεριφοράς. Αφορά δηλαδή ένα σεξουαλικά «ανώριμο» άτομο, το οποίο βρίσκεται σε μια θέση «σεξουαλικής ανικανότητας εγγενούς στα παιδιά» ((Freud 1896b, σ. 215).
 Εδώ μπορούμε να αναγνωρίσουμε αναλογίες, αν και η κατάσταση είναι ποιοτικά διαφορετική, με την τραυματική νεύρωση, με την ευρύτερη έννοια της μη προετοιμασίας του ατόμου να δεχθεί κάποια ερεθίσματα, εξαιτίας της ποιότητας ή/και της «ποσότητας» (κατακλυσμιαίας) διέγερσης και συναισθήματος που συνεπάγονται. Η σαγήνη, ως υποτιθέμενη πραγματική σκηνή, η οποία έλαβε χώρα κατά την πρώιμη παιδική ηλικία του ατόμου, εντάχθηκε από τον Φρόυντ στο πλαίσιο μιας πρώτης θεωρίας του για την αιτιοπαθογένεια των ψυχονευρώσεων (Verführungstheorie) την οποία ο Φρόυντ αναφέρει και ως neurotica. Σύμφωνα με αυτήν, ο ψυχικός τραυματισμός λαμβάνει χώρα σε δύο χρόνους, οι οποίοι διαρθρώνονται μέσα από τον ψυχικό μηχανισμό καθρεφτίσματος και νοηματοδότησης του εκ των υστέρων (Freud 1896b, σ. 169).
Ο πρώτος χρόνος αφορά ένα σεξουαλικό συμβάν το οποίο υφίσταται ένα άτομο το οποίο βρίσκεται ακόμη σε μια «προ-σεξουαλική» φάση εξέλιξης, ενώ ο δεύτερος χρόνος σχετίζεται με ένα άλλο μετέπειτα συμβάν – όχι αναγκαστικά σεξουαλικού χαρακτήρα αλλά συνειρμικά συνδεόμενο με το πρώτο - το οποίο ενεργοποιεί εκ των υστέρων την ανάμνηση του προ-σεξουαλικού συμβάντος και κατ’αυτόν τον τρόπο διαμορφώνει τις συνθήκες του τραυματισμού, μέσω του σεξουαλικού τρόμου τον οποίο προκαλεί (Sexualschreck).
Στο πλαίσιο της γενικότερης άποψης για τον διφασικό τραυματισμό (όχι αναγκαστικά σεξουαλικό σύμφωνα με την αντίληψη του Φρόυντ εκείνη την εποχή), ο εν λόγω κατακλυσμός διέγερσης θα οδηγήσει αμυντικά στην απώθηση της πρώτης ανάμνησης. Ο Φρόυντ διευκρινίζει παρόλα αυτά ότι οι εγγραφές των συμβάντων τα οποία έχουν ένα σεξουαλικό χαρακτήρα και τα οποία λαμβάνουν χώρα σε δυο διαδοχικούς χρόνους δεν είναι δυνατόν να απωθηθούν, και αυτό για τον λόγο ότι η διέγερση την οποία προκαλούν ενισχύεται με την πάροδο της ηλικίας. Eδώ φαίνεται να εννοεί ο Φρόυντ ότι η σεξουαλική διέγερση ενισχύεται στην ηλικιακή πορεία από την παιδική ηλικία, όπου συνέβη το πρώτο σεξουαλικό συμβάν, στην εφηβεία και την ενήλικο ζωή, όταν συμβαίνει το δεύτερο συμβάν σεξουαλικής φύσεως.
Το φροϋδικό σχήμα, συμβάντων και διαδοχικών στο χρόνο ψυχικών εγγραφών που συντονίζονται ή όχι με διαφόρους τρόπους, στηρίζεται σε μια γενικότερη αντίληψη δόμησης του ψυχισμού στη βάση μιας λογικής διαστρωμάτωσης, δηλαδή υποδοχής κατά κύματα ερεθισμάτων από την αντιληπτική περιφέρεια και προοδευτικών επανειλημμένων μνημονικών εγγραφών στον ψυχισμό μέχρι να φθάσουν στη συνείδηση. Το σχήμα περιλαμβάνει διαδοχικά σταθμούς εγγραφής και αντίστοιχης ψυχικής λειτουργίας: Αντίληψη – Σημεία Αντίληψης (με την έννοια του σημαίνοντος, Wahrnehmungszeichen), που θεωρείται και ως πρώτη εγγραφή – Ασυνείδητο (δεύτερη εγγραφή) – Προσυνειδητό (Τρίτη εγγραφή) – Συνείδηση (Freud 1896c).
 Τα διάφορα κύματα εγγραφών αντιπροσωπεύουν «ψυχικά παράγωγα διαδοχικών εποχών της ζωής». Κάθε νέα εγγραφή συνεπάγεται την εγκατάσταση ψυχολογικών νόμων που διέπουν την ψυχική λειτουργία με σταθερό τρόπο. Στα όρια ανάμεσα σε δύο ηλικιακές φάσεις, καθώς η νέα εγγραφή αποτυπώνεται ψυχικά, λαμβάνει χώρα μια μετάφραση των ψυχικών παραγώγων της προηγούμενης εγγραφής. Η μη μετάφραση κάποιων από αυτά δημιουργεί εγκυστώσεις (fueros γράφει ο Φρόυντ, στο ίδιο), δηλαδή ψυχικούς χώρους που διατηρούν τα χαρακτηριστικά της παλαιότερης εγγραφής, στο εσωτερικό του πεδίου που καταλαμβάνει η νέα εγγραφή, και αυτό ευθύνεται για την έκλυση ψυχικών διαταραχών. Η εν λόγω μη-μετάφραση του παλαιότερου ψυχικού περιεχομένου σύμφωνα με τους κανόνες της νέας εγγραφής ισοδυναμεί με αυτό που ο Φρόυντ ονομάζει απώθηση. Η τελευταία προκαλείται όταν προκύπτει δυσαρέσκεια κατά τη διαδικασία της μετάφρασης, και αυτό οδηγεί στο να εμποδιστεί η διαδικασία μετάφρασης, διαταράσσοντας έτσι την σκέψη. Ερωτήματα θέτει η φύση της πρώτης εγγραφής στον ψυχισμό, με τη μορφή των σημείων αντίληψης, την οποία ο Φρόυντ τοποθετεί μετά τη φάση της αντίληψης. Η εν λόγω εγγραφή δεν είναι δηλαδή πλέον αντίληψη, καθαρό αντιληπτικό αποτύπωμα (υπό την προϋπόθεση ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να υπάρξει σε μια απόλυτη μορφή) αλλά δεν είναι επίσης νοηματοδοτημένο στοιχείο, δηλαδή στοιχείο το οποίο έχει κάποιο νόημα στο πλαίσιο του ψυχικού κώδικα του ατόμου, το οποίο θα επέτρεπε κάποιου είδους κατανόηση. Τα «σημεία αντίληψης» (Wahrnehmungszeichen) για τα οποία μιλά ο Φρόυντ φαίνεται να διαθέτουν ένα ενδιάμεσο καθεστώς ανάμεσα στην απλή αντιληπτική αποτύπωση και στην ψυχικά κωδικοποιημένη έκφρασή της, σαν να υπάρχει ένας στοιχειώδης πρωτο-συμβολισμός μέσα από τον οποίο καταχωρούνται σε πρώτη φάση στον ψυχισμό κάποια (όλα;) εξωτερικά συμβάντα. Επανερχόμενοι στο θέμα των περιοδικά νέων εγγραφών και της ανάγκης μετάφρασης των προηγουμένων, είναι ενδιαφέρον ότι ο Φρόυντ διευκρινίζει ότι «κάθε νέα εγγραφή ενοχλεί την προηγούμενη και προσελκύει επάνω της (δηλαδή η νέα εγγραφή επάνω στον εαυτό της) τη διαδικασία διέγερσης» (στο ίδιο).
 Αν συγκρατήσουμε και συνδέσουμε κάποια στοιχεία από τα φροϋδικά λόγια, όπως «διέγερση» που αποσπά η νέα εγγραφή, «αδυναμία μετάφρασης» κάποιων στοιχείων στη νέα γλώσσα εγγραφής και «αναστολή της σκέψης», η οποία συνοδεύει την απουσία μετάφρασης, έχουμε ίσως μια μεταψυχολογική έκφραση αυτού που συνιστά η σαγήνη, με την ευρύτερη και όχι μόνο με την τραυματική έννοια του όρου, όπως θα φανεί και στην συνέχεια. Δηλαδή, η σαγήνη ως μια κατάσταση όπου επικρατεί η διέγερση, και όπου αναστέλλεται η σκέψη ενώ συσκοτίζονται οι παλαιότερες εγγραφές που θα μπορούσαν να παράξουν ένα συγκροτημένο ψυχικό λόγο, σύμφωνα με τους δεδομένους κανόνες της προηγούμενης εγγραφής. Η εν λόγω φροϋδική αντίληψη της εξωτερικής τραυματικής επίδρασης στον ανώριμο ψυχισμό του παιδιού, ξεκινώντας από μια πρώτη τραυματική σκηνή, η οποία πρέπει να βρεθεί κατά τη διάρκεια της θεραπείας, συναρθρώθηκε με την αναγνώριση της εγκατάστασης της πρώτης απώθησης, ως συγκρότησης του πρώτου πυρήνα του ασυνειδήτου, στο πλαίσιο της πρώτης τοπικής φροϋδικής θεωρίας. Εδώ ο όλος μηχανισμός αναγνωρίζεται ως παθολογικός και αφορά το παθολογικό, όπως και το ασυνείδητο θεωρείται, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου της πορείας της φροϋδικής σκέψης, παθολογικό και πρέπει να αρθεί μέσα από τη θεραπεία.
O Φρόυντ υποστήριξε την εν λόγω διφασική θεωρία του σεξουαλικού τραυματισμού, που θεώρησε ότι προέκυπτε από συγκεκριμένα, αντικειμενικά συμβάντα, ως αιτιολογική της νεύρωσης, ανάμεσα στο 1893 και στο 1897, όταν καταλήγει να δηλώσει σε επιστολή στον φίλο του W. Fliess (Φρόυντ 1897) ότι δεν πιστεύει πλέον στη neurotica. Στη συνέχεια, χωρίς να απεμπολήσει ποτέ ολοκληρωτικά την πεποίθησή του για την ύπαρξη εξωτερικών, πραγματικών σεξουαλικών συμβάντων που θα λειτουργήσουν τραυματικά, καθορίζοντας ενίοτε τον σεξουαλικό προσανατολισμό του ατόμου ή κάποια ψυχοπαθολογική εξέλιξη, ο Φρόυντ θα αναγνωρίσει στις σκηνές σαγήνης φαντασιωτικές κατασκευές αμυντικού χαρακτήρα, οι οποίες έχουν ως κύριο σκοπό να καλύψουν την αυτο-ερωτική δραστηριότητα. Απέδωσε δηλαδή τα όλο πλέγμα κατασκευής της σκηνής σαγήνης στην ενορμητική δραστηριότητα και στις αμυντικές διαδικασίες απέναντί της. Σχετικά με την πρώτη, δηλαδή την ενόρμηση, για να εντοπίσει την προέλευση στοιχείων της, ενδεχομενως και τραυματικού χαρακτήρα, τα οποία δεν μπορούν να αποδοθούν πλέον πάντα σε κάποια προσωπική εμπειρία, ο Φρόυντ θα καταφύγει στη φυλογένεση.
Έτσι, απαντώντας στο ερώτημα για τον τρόπο εγκαθίδρυσης των ενορμήσεων στο εσωτερικό του οργανισμού, ο Φρόυντ αναφέρει: «Φυσικά, τίποτα δεν μας εμποδίζει να δεχθούμε ότι οι ίδιες οι ενορμήσεις, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, αποτελούν ένα ίζημα εξωτερικών ερεθισμάτων τα οποία, κατά τη διάρκεια της φυλογένεσης, άσκησαν μια τροποποιητική επίδραση επάνω στην έμβια ουσία» (Freud 1915a, σ. 120). Παραμένει όμως ότι ο Φρόυντ διατήρησε μέχρι το τέλος της πορείας του ένα ενδιαφέρον για την τραυματική επίδραση της συγκεκριμένης εξωτερικής πραγματικότητας. Έτσι, στο όψιμο τμήμα του γραπτού έργου του, καθώς αποδεσμεύεται από την αποκλειστική διερεύνηση του ψυχοπαθολογικού, εισάγει την καθημερινότητα της επαφής μητέρας-παιδιού, ως παράγοντα μη συνειδητής αποπλάνησης μέσα από συγκεκριμένες πράξεις, όπως είναι οι σωματικές φροντίδες που η μητέρα παρέχει στο παιδί, και οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν διέγερση της γεννητικής περιοχής (Freud 1933, σ. 120).
 Η γενικευμένη αποπλάνηση κατά τον Jean Laplanche.
 Ο J. Laplanche, σχολαστικός μελετητής του φροϋδικού έργου, επανερχόμενος στη φροϋδική παράδοση, μετά την «παρένθεση» και ίσως την «απώθηση» επί των καινοτόμων ιδεών του Φρόυντ, που θεωρεί ότι συνιστούν οι άμεσοι «απόγονοι» του ιδρυτή της ψυχανάλυσης, προεκτείνοντας τα σημεία τα πιο προωθημένα του φροϋδικού έργου (το οποίο θεωρεί στο πλαίσιο μιας δυναμικής πορείας σκέψης) και αναζητώντας έμπνευση από αυτά, ξαναβρίσκει τη διφασική (μέσω του εκ των υστέρων) αντίληψη περί του σεξουαλικού τραυματισμού. Επιπλέον, αναδεικνύει ένα τρίτο δρόμο απέναντι στο γόρδιο δεσμό που σχηματίζουν η αρχική φροϋδική σκέψη της «πραγματικής» παιδικής αποπλάνησης και το μετέπειτα σχήμα της φαντασίωσης αποπλάνησης, με βάση, στη δεύτερη περίπτωση, τη βιολογική φύση του ανθρώπου και τη φυλογενετική κληρονομιά του, που ο Φρόυντ υιοθέτησε μετά την εγκατάλειψη της neurotica. Ανάμεσα στο «πραγματικό» και στο «μυθικό» ή πέρα από το εν λόγω δίπολο, ο J. Laplanche θα αναδείξει μια νέα, τρίτη κατηγορία πραγματικότητας. Αυτήν του πρωταρχικού (originaire). Ο ίδιος το ορίζει ως μιαν εμβάθυνση του πραγματικού, του ανθρώπινου πραγματικού (Wirklichkeit). Πρόκειται για ένα πραγματικό με την έννοια όχι αυτού που συνέβη αλλά αυτού που είναι αναπόφευκτο να συμβεί (Laplanche 1987, σ. 128). Έτσι, με σημείο εκκίνησης την αρχική αντίληψη του Φρόυντ για τη σαγήνη εκ μέρους του «διεστραμμένου» ενηλίκου που τραυματίζει σεξουαλικά το αθώο παιδί κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, ο J. Laplanche δεν θα αρκεστεί στην μετέπειτα καταφυγή του Φρόυντ στη φαντασίωση και στη φυλογένεση για να εξηγήσει τις τραυματικές καθηλώσεις στη θέση της αποπλάνησης. Χωρίς να υποτιμήσει την ψυχική πραγματικότητα, θα επιμείνει στην καθοριστική συμβολή της εξωτερικής πραγματικότητας στο σκηνικό του σεξουαλικού τραυματισμού, κάνοντας όμως το πέρασμα από μια λογική γεγονότων σε ένα γενικότερο σχήμα σχέσης παιδιού-ενηλίκου. Αναγνωρίζει ότι η θέση σαγήνης καθορίζεται από την ασυμμετρία αυτής της σχέσης, με την έννοια ότι ενώ το παιδί δεν διαθέτει το συμβολικό σύστημα που είναι απαραίτητο για να αποκωδικοποιήσει το σεξουαλικό, ο ενήλικος διαθέτει εκτός των άλλων ένα σεξουαλικό ασυνείδητο που τον κάνει να εκπέμπει μηνύματα, μέσα από τη συμπεριφορά και τον λόγο, των οποίων δεν έχει συνείδηση και τα οποία κατά συνέπεια δεν μπορεί να αντιμετωπίσει. Είχε βεβαίως προηγηθεί ο S. Ferenczi, ο οποίος είχε δώσει κάποια συνέχεια στο μεταφραστικό μοντέλο του Φρόυντ (που στοιχειοθετεί το ασυνείδητο με βάση την αδυναμία μετάφρασης προηγούμενων ψυχικών εγγραφών), μιλώντας για «σύγχυση γλωσσών» ανάμεσα στον ενήλικο και στο παιδί, στο πλαίσιο μιας συνάντησης ανάμεσα σε «δύο κόσμους» (Ferenczi 1932).
 Όμως, αν ο S. Ferenczi έφθασε να μιλήσει για τη «γλώσσα του πάθους» του ενηλίκου, που είναι τραυματική για το παιδί, φαίνεται να τοποθετεί τη δυσκολία κατανόησης απλά στο ότι πρόκειται για διαφορετικές γλώσσες. Δεν είχε κάνει το επιπλέον βήμα να διακρίνει ότι η γλώσσα του ενηλίκου έχει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι το νόημά της δεν είναι απλά μόνο άγνωστο στο παιδί αλλά έχει κάτι το περισσότερο, δηλαδή το ότι το εν λόγω νόημα αγνοείται και από τον ίδιο τον ενήλικο καθώς εκπορεύεται από το ασυνείδητό του. Στο πλαίσιο αυτής της «άνισης» συνάντησης ενηλίκου-παιδιού, τα μηνύματα, σημαίνοντα σεξουαλικής φύσεως που εκπέμπει ο ενήλικος, θα αποτελέσουν ένα αίνιγμα για το μικρό παιδί. H συμβολική αυτή ανισότητα ανάμεσα στον ενήλικο και το παιδί συνιστά μια κατάσταση παθητικότητας για το τελευταίο, η οποία δεν εντοπίζεται σε μια αδυναμία ενσωμάτωσης της δομής της γλώσσας (ως λεκτικό μέσον), ως διαπροσωπικού συστήματος κωδικοποίησης, αλλά σε μια διάστασή της, που σχετίζεται με την (αν)ικανότητα επεξεργασίας του νοήματος των μηνυμάτων, λεκτικών ή όχι, τα οποία στηρίζονται στο ασυνείδητο σεξουαλικό υπόστρωμα. Πρέπει έτσι εδώ να τονιστεί ότι ο J. Laplanche υπάγει στα αινιγματικά μηνύματα τόσο λεκτικά όσο και μη λεκτικά μηνύματα, όπως μηνύματα συμπεριφοράς. Τα εν λόγω μηνύματα δημιουργούν μιαν αίσθηση ανοίκειου (unheimlich) στο παιδί που τα προσλαμβάνει, χωρίς να αντιλαμβάνεται το νόημά τους. Πρόκειται για μια διέγερση χωρίς κατανόηση που οδηγεί στην απώθηση. Το αίνιγμα αυτό καθαυτό αποτελεί σαγήνη κατά τον J. Laplanche, ο οποίος σημειώνει ότι δεν είναι τυχαίο που η σφίγγα είχε πάρει θέση στις πύλες τις Θήβας, πριν να εκτυλιχθεί το δράμα του Οιδίποδα (Laplanche 1987, σ. 126).
 O J. Laplanche θα μεταφέρει το φροϋδικό μεταφραστικό μοντέλο, που στοιχειοθετεί το ασυνείδητο με βάση την αδυναμία μετάφρασης, στη σχέση ενηλίκου-παιδιού. Έτσι θα διατυπώσει τη θεωρία ότι από τα αινιγματικά μηνύματα του ενηλίκου, τα οποία περιλαμβάνουν ασυνείδητα σεξουαλικά στοιχεία που δημιουργούν στο παιδί ένα ερώτημα του τύπου «τι θέλει από μένα», κάποιο τμήμα θα μεταβολιστεί συμβολικά από το παιδί, με την έννοια ότι το τελευταίο θα μπορέσει να το μεταφράσει, ενώ κάποιο άλλο τμήμα θα καταστεί αδύνατο να μεταφραστεί συμβολικά. H αδυναμία αυτή θα οδηγήσει στην παραμονή ασυνειδήτων υπολειμμάτων στον ψυχισμό του παιδιού. Eίναι αυτά τα στοιχεία, που κατέστη αδύνατον να μεταφραστούν από το στερούμενο του αντιστοίχου σεξουαλικού κώδικα συμβολικό όργανο του μικρού παιδιού, που θα αποτελέσουν τον πρώτο πυρήνα ασυνειδήτου, ονομαζόμενα από τον J. Laplanche αντικείμενα-πηγές (objets-sources) της ενόρμησης. H δε διαδικασία εγκαθίδρυσης αυτού του πρώτου πυρήνα ασυνειδήτου συνιστά την πρωταρχική απώθηση, με την έννοια της εγκατάστασης μιας διχοτόμησης στην αρχική οργάνωση Εγώ-σώμα, ανάμεσα στο ασυνείδητο και στο προσυνειδητό-συνειδητό. H διαίρεση αυτή συντηρείται ενεργειακά από την αντεπένδυση των υπολειμμάτων, τα οποία αποτελούν πηγή εσωτερικής διέγερσης. H χρονική στιγμή κατά την οποία λαμβάνει χώρα η πρωταρχική απώθηση, και η οποία συνδέεται με το οντολογικό καθεστώς αυτής της απώθησης, με το «πραγματικό» ή όχι του χαρακτήρα της, εγγράφεται στον ορίζοντα του πρωταρχικού. Yπ’αυτή την έννοια δεν πρόκειται ούτε για μια «μυθική» στιγμή, ούτε για μια «συγκεκριμένη» στιγμή που μπορεί να εντοπιστεί με την κλινική παρατήρηση, χωρίς όμως αυτή η διάσταση του πρωταρχικού να υποθηκεύει την πραγματικότητα της πρωταρχικής απώθησης. Ενεργητικό και παθητικό στοιχείο στη σαγήνη; Αν στο ορισμό της αποπλάνησης περιλαμβάνεται η παθητικότητα (η οποία όπως ήδη ελέχθη αφορά λιγότερο τη συμπεριφορά και περισσότερο τη δυσκολία κατανόησης και διαχείρισης της τραυματικής εισβολής στη σωματοψυχική οντότητα) του σαγηνευθέντος/θύματος της αποπλάνησης, ιδωμένο από μια διευρυμένη άποψη το θέμα της ενεργητικότητας-παθητικότητας φαίνεται περισσότερο πολύπλοκο. Στα περισσότερα φροϋδικά κείμενα, όπου περιγράφονται τραυματικές σκηνές αποπλάνησης, φαίνεται τελικά ότι συχνά το θύμα είχε κάτι προκαλέσει. Πέρα από αυτό ότι μπορεί να είχε νοιώσει και κάποια «επιθυμία» ή «ευχαρίστηση». Πρόκειται για κάτι που υποδηλώνει την, τουλάχιστον σε μικρό έως ελάχιστο βαθμό, σύντονη σεξουαλική συμμετοχή, με τη μορφή της ενορμητικής δραστηριοποίησης, του τραυματισθέντος (Φρόυντ 1896a, σ. 58). Εδώ, με αυτόν τον τρόπο, σχετικοποιείται το θέμα της «παθητικότητας», αφού αυτή, ενώ μπορεί να χαρακτηρίσει ενδεχομένως τη συμπεριφορά του σαγηνευθέντος/θύματος, ίσως να αντιπροσωπεύει λιγότερο, τουλάχιστον σε κάποιες περιπτώσεις, την εσωτερική στάση και την μη- ή όχι διέγερση ή συμμετοχή του σαγηνευθέντος/θύματος. Επ’αυτού, ο J. Laplanche τελικά αναρωτιέται ποιος αποπλανεί ποιον μέσα σε ένα μαίανδρο αμοιβαίων αλλληλεπιδράσεων και ποιος είναι ικανός να διακρίνει με βεβαιότητα από ποια πλευρά ξεκίνησε το σαγηνευτικό καθρέφτισμα (Laplanche 1987, σ. 121). Βεβαίως μπορεί να υπάρξει ο αντίλογος: μήπως η υποτιθέμενη ενεργητικότητα, διέγερση ή συμμετοχή, αφορά μια μετέπειτα αμυντική αντίδραση στην αρχική παθητικότητα, αίσθηση αδυναμίας που είχε βιωθεί με έντονα τραυματικό τρόπο. Μήπως δηλαδή αντιπροσωπεύει ένα είδος εκ των υστέρων διέγερσης ή/και προσπάθειας ενεργητικής διαχείρισης του τραυματισμού, με σκοπό την επεξεργασία του τελευταίου, μέσα από μια διαδικασία ενεργητικής ανάκτησης του ελέγχου της κατάστασης, κατά το πρότυπο των συμπτωμάτων της τραυματικής νεύρωσης; Σε αυτήν την περίπτωση, η κατανόηση φαίνεται να έρχεται στη θέση, να ισοδυναμεί, με την «ενεργητικότητα» και την προσπάθεια ελέγχου, που εκ των υστέρων κινητοποιούνται. Όμως η ψυχαναλυτική πρακτική και ιδιαιτέρως η ψυχανάλυση παιδιών και εφήβων δεν επιβεβαιώνει, τουλάχιστον σε όλη του την έκταση κάτι τέτοιο, αφού συχνά διαπιστώνεται, πέρα από το σοκ της αποπλάνησης, ότι η διέγερση μπορεί να είναι εξίσου παρούσα από την αρχή. Επίσης, η διέγερση του θύματος συχνά αναδεικνύεται ή συνάγεται εμμέσως, μέσα από την ενοχή η οποία συνοδεύει το συμβάν και η οποία όταν αποκωδικοποιηθεί αναλυτικά συχνά αποδεικνύεται ότι είναι η άλλη όψη, η συνοδός της διέγερσης που προέκυψε κατά τη σκηνή της αποπλάνησης. Η ενοχή ως δείκτης ενεργητικής συμμετοχής σε κάτι, αναγνωρίστηκε από τον Φρόυντ και στην περίπτωση της μελαγχολίας, όπου παρά τον χαρακτήρα της εξωπραγματικής, μερικές φορές παραληρητικής αυτομομφής, που ο μελαγχολικός αποδίδει στον εαυτό του, διαπιστώνεται ότι υπάρχουν πάντοτε ψήγματα, ένας ελάχιστος πυρήνας πραγματικότητας, κάποιας επιθετικότητας, κάποιας κακής πρόθεσης, συχνά ασυνείδητα, που τροφοδοτούν την εν λόγω ενοχή.
 Οι εν λόγω διαπιστώσεις βεβαίως δεν αναιρούν το τότι μπορεί να διαπιστωθεί και μια εκ των υστέρων ενεργητική, αμυντική ψυχική αντίδραση απέναντι στον τραυματισμό, ως προσπάθεια να ανακτηθεί εκ των υστέρων ο ψυχικό έλεγχος. Το θέμα κάποιας, από την αρχή, «ενεργητικής» στάσης ή ανταπόκρισης από την πλευρά του αποπλανώμενου βρίσκει ίσως τις ρίζες του ήδη στα πρώτα δείγματα γραφής του Φρόυντ επί του θέματος.
 ‘Ετσι από τις πρώτες φροϋδικές αναφορές για την αποπλάνηση, η κατανόηση του τραυματισμού με βάση την ιδέα της διέγερσης χωρίς κατανόηση, η οποία λαμβάνει χώρα στο θύμα της αποπλάνησης κατά τη διάρκεια της πρώτης επαφής με το εξωτερικό τραυματικό και η οποία σημαίνει ότι το θύμα κάτι ξέρει με κάποιο τρόπο αλλά πρέπει να το βρει αυτό που ξέρει, παραπέμπει στη διαπίστωση ότι ο τραυματιζόμενος, ο σαγηνευόμενος ή αποπλανώμενος δεν είναι τελείως ανυποψίαστος. Το τραυματικό (ήδη το πρώτο ίχνος, όχι αυτό το οποίο θα έρθει αργότερα και θα κινητοποιήσει εκ των υστέρων τον τραυματισμό) το οποίο προσλαμβάνει δεν είναι μια απλή αντιληπτική εικόνα.
Ο Φρόυντ θεώρησε ήδη ότι η πρώτη εγγραφή στον ψυχισμό η οποία θα δημιουργήσει αργότερα τον τραυματισμό δεν είναι ένα απλό αντιληπτικό ίχνος, και θα λέγαμε γιατί να κρατήσει η μνήμη ένα αντιληπτικό ίχνος, από τον άπειρο αριθμό αντιληπτικών ερεθισμάτων που δέχεται ένας ψυχισμός κάθε στιγμή. Το πρώτο ίχνος είναι ένα σημείο αντίληψης με την έννοια του σημαίνοντος αντίληψης (Wahrnehmungszeichen), δηλαδή ένα αντιληπτικό σημείο το οποίο ο ψυχισμός έβαλε τον κόπο για να μετατρέψει σε στοιχειώδες σημαίνον, αλλιώς, για να το κωδικοποιήσει στοιχειωδώς. Γιατί; Προφανώς γιατί κάτι του έλεγε ψυχικά αν και ήταν απρόσιτο σε μια ικανοποιητική κατανόηση. Εδώ ίσως η κατανόηση την οποία μας προσφέρει η P. Greenacre λαμβάνει όλη τη σημασία της αφού αναγνωρίζει την πολύ πρώιμη δυνατότητα όλων των ερωτογενών ζωνών, βλέπε όλων των σταδίων οργάνωσης, να υφίστανται εν δυνάμει. Έτσι, η Phyllis Greenacre κάνει την κλινική διαπίστωση ότι υπάρχει μεγάλη αλληλοεπικάλυψη ανάμεσα στις διάφορες φάσεις της ψυχοσεξουαλικές εξέλιξης και οδηγείται στην ενδιαφέρουσα ιδέα ότι ήδη από το δεύτερο εξάμηνο ζωής όλες οι ερωτογενείς ζώνες είναι ήδη σε θέση, λιγότερο ή περισσότερο, να ανταποκριθούν σε αντίστοιχα ερεθίσματα, με ειδικό κάθε φορά τρόπο και σε διαφορετική ένταση. Θεωρεί ότι απλώς σε κάποια χρονική ή δομική φάση της σεξουαλικής εξέλιξης κάποια ερωτογενής ζώνη βρίσκεται στην κορυφή της σεξουαλικής δραστηριότητας (peak) και τα αντίστοιχα ερεθίσματα μπορούν να συντονιστούν με αυτήν. Αν αυτός ο συντονισμός με ερεθίσματα υψηλοτέρου επιπέδου από την υπάρχουσα φάση ωρίμανσης υπάρχει αλλά υπολείπεται σε μικρό βαθμό, τότε θα ωθηθεί ο ψυχισμός σε μια πιο γρήγορη σεξουαλική ωρίμανση. Αν η απόσταση όμως ανάμεσα στο ερέθισμα και τη φάση είναι μεγάλη ή αν υπάρχουν επαναλαμβανόμενα μεγάλης διάρκειας μη σύντονα ερεθίσματα, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ένα είδος «σύγχυσης» και σε μετέπειτα ψυχικές διαταραχές (1954, 20-22).
Μια γενική πάντως αρχή είναι ότι όταν υπάρχει κάποιου είδους αναντιστοιχία ανάμεσα στο είδος του ερεθίσματος και στην επικρατούσα φάση εξέλιξης η γενική αντίδραση είναι ένα μίγμα ειδικών αντιδράσεων, ανάμεσα στις οποίες κάποιες σχετίζονται με την επικρατούσα φάση εξέλιξης και κάποιες με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ερεθίσματος. Η όλη αυτή προσέγγιση τείνει, σε έναν άλλο ορίζοντα, πέραν του φαινομενολογικού, να αναγνωρίσει ένα είδος ισορροπίας ανάμεσα στον αποπλανητή και τον αποπλανώμενο, αναδεικνύοντας κάποιον ενεργητικό ρόλο στον αποπλανώμενο αλλά, κατ’αυτόν τον τρόπο μειώνοντας και την ενεργητική συμβολή του αποπλανητή.

 Σε μια άλλη αλλά παράλληλη διάσταση, ο J. Baudrillard, μετα-μοντέρνος και μετα-στρουκτουραλιστής φιλόσοφος και κοινωνιολόγος, με έντονες ψυχαναλυτικές επιρροές, στο βιβλίο του Περί σαγήνης, προσεγγίζοντας τις φαινομενολογικές όψεις της σαγήνης, οδηγείται να υποστηρίξει ότι ο σαγηνευτής ουσιαστικά δεν βρίσκεται σε μια πραγματικά ενεργητική θέση, την οποία έχει ουσιαστικά επιλέξει, απέναντι στον σαγηνευόμενο. Γράφει ότι στο βάθος δεν υπάρχει κάποια στρατηγική σαγήνης εκ μέρους του σαγηνευτή και με αυτήν την έννοια αυτός δεν δικαιούται να υπερηφανευθεί ότι είναι ο ήρωας μιας ερωτικής κατάκτησης, παρά τη εξωτερική εικόνα η οποία μπορεί να επιβληθεί. Ο σαγηνευτής είναι απλά ένα κομμάτι μιας διαδικασίας που τον ξεπερνά, μιας τελετουργίας υπεράνω του υποκειμένου, στο πλαίσιο της οποίας η πράξη σαγήνης είναι μόνο ένας ασυνείδητος αντικατοπτρισμός ανάμεσα στον σαγηνευτή και στον «σαγηνευόμενο». Εξάλλου και το θύμα της σαγήνης δεν είναι τελείως αθώο, αφού συνιστά - από το γεγονός ότι αντιπροσωπεύει ένα επιθυμητό αντικείμενο σαγήνης - μια πρόκληση για τον σαγηνευτή. Οι χειρισμοί του σαγηνευτή δεν είναι παρά η αντανάκλαση της σαγηνευτικής φύσης του «θύματος» της σαγήνης. Εδώ ο J. Baudrillard αναφέρει τον Φρόυντ για να πει ότι τα όπλα του σαγηνευτή είναι αυτά της νεαρής κοπέλας που θέλει να σαγηνεύσει, τα οποία τα στρέφει εναντίον της. Είναι όπως έκανε ο Περσέας με την ασπίδα του, με την οποία καθρέπτισε τη μορφή της Μέδουσας και με αυτό τον τρόπο την καθήλωσε (πέτρωσε) και μετά της έκοψε το κεφάλι για να μπορέσει στη συνέχεια να το χρησιμοποιήσει αυτός πλέον ως όπλο (Baudrillard 1988, σ. 136-140). Εδώ, ταυτοχρόνως, έχουμε την ευκαιρία να φωτιστεί η θέση του αποπλανητή, με έναν ιδιαίτερο τρόπο, αυτόν που αφορά την υποτιθέμενη κινητήρια δράση του, με την καλή και την κακή έννοια, της σαγηνευτικής/αποπλανητικής πράξης του. Χωρίς να αμφισβητείται η ύπαρξη, στο ψυχισμό του αποπλανητή, μιας εσωτερικής ψυχικής δυναμικής, «διεστραμμένης» γράφει ο Φρόυντ, αποτέλεσμα ιδίων καθηλώσεων και αμυντικών μηχανισμών, αναδεικνύεται εδώ ότι αυτό που κυρίως αυτός κάνει είναι να καθρεφτίσει συμπληρωματικά, αυτό που ένα μέρος του σαγηνευόμενου αναζητά ή θα μπορούσε να αναζητά, να υποδυθεί ψυχικές στάσεις και μορφές που θα «ξεγελάσουν» τον αποπλανώμενο ή, καλύτερα, που θα δώσουν στον τελευταίο αυτό που ένα μέρος του εαυτού του αναζητά στο βάθος, με τη μορφή του προσχήματος ότι ξεγελάστηκε. Έτσι ο Δίας χρειάζεται να μεταμορφωθεί σε ταύρο, σε κύκνο σε χρυσή βροχή, σε θεά του άλλου φύλου (Άρτεμι), και σε πολλά άλλα για να «ξεγελάσει», κάθε φορά με ιδιαίτερο, προσωπικό τρόπο, τις κόρες-«θύματά» του ή καλύτερα για να γίνει δυνατό να τις πλησιάσει και να τους δώσει το άλλοθι ότι δεν το ήξεραν. Ταυτοχρόνως, εδώ, το όλο σχήμα μπορεί να φέρει στο μυαλό μας, και να συνδέσουμε με τα προλεγόμενα, τη διατυπωμένη ψυχαναλυτική διαπίστωση ότι η σαγήνη αφορά μιαν αναγκαία φαντασίωση του παιδιού που πρέπει να επενδυθεί από μια πραγματικότητα, να υποδυθεί μια πραγματικότητα. Με αυτήν την έννοια, και ο σαγηνευτής και ο σαγηνευμένος έχουν, ερήμην τους, να υποδυθούν «αναγκαστικά» κάποιους ρόλους, συμπληρωματικούς μεταξύ τους, για να φέρουν σε πέρας ένα σενάριο σαγήνης που συγκροτεί μιαν πρωταρχική φαντασίωση που είναι απαραίτητο στοιχείο της συμβολικο-κοινωνικής δομής που μας διατρέχει. Ο δε σαγηνευτής, υποτιθέμενος ενεργητικός κατακτητής, μέρος όμως τελικά ενός αναπόφευκτου σεναρίου σαγήνης/αποπλάνησης, η οποία τον ξεπερνά, μπορεί μάλιστα τελικά να οδηγηθεί, μέσα από τις δικές του πράξεις, στην απώλειά του ίδιου του τού εαυτού. Έτσι, ο Don Giovanni, εκδοχή του Don Juan στην ομώνυμη όπερα του Μότσαρτ, κάνει ό,τι χρειάζεται όχι μόνο για να σαγηνεύσει τα θύματά του αλλά και για να προκαλέσει τη μοίρα του, και οδηγείται να κατακρημνισθεί στην άβυσσο που του επιφυλάσσει ο Commandant, τιμωρός φύλακας του νόμου που έρχεται από το υπερπέραν. Σαγήνη ή Αποπλάνηση. Έτσι προκύπτουν διάφορα ερωτήματα. Τι συνιστά η φαντασιωτική εικονοποίηση της σαγήνης, όταν αυτή η εικονοποίηση υφίσταται ή καθώς προκύπτει μέσα από τη θεραπεία; Οργανωτικό σχήμα ή/και τραυματική δομή; Τίθεται το θέμα σχέσης πραγματικότητας και φαντασιωτικής κατασκευής; Τίθεται το θέμα αν συνιστά ένα ισοδύναμο ανάμνησης προκάλυμμα, δηλαδή συμβιβαστικό σχηματισμό που περιέχει ταυτοχρόνως απωθημένα στοιχεία και άμυνα; Ο Φρόυντ, μέσα στο μεγάλο κομμάτι του έργου του που αφιερώνει στην τραυματική μορφή της σαγήνης, στην οποία ενδείκνυται ίσως να αποδοθεί στα ελληνικά η ονομασία αποπλάνηση, αναγνωρίζει εμμέσως, σε κάποια ελάχιστα μόνο σημεία, ότι η αποπλάνηση μπορεί να έχει ως θετική επίπτωση «να ξυπνήσει τη σεξουαλική ζωή του παιδιού» (Φρόυντ 1905, σ. 190-1).
Με αυτήν την έννοια, η σαγήνη, κάποιας μορφής σαγήνη που δεν καθίσταται τραυματική - αν και τα εν λόγω όρια δεν είναι ευδιάκριτα - φαίνεται να συνιστά μια «φυσιολογική», ευκταία λιβιδινική ενεργοποίηση και ένα ψυχικό οργανωτή για το ανώριμο ψυχικά παιδί, και αυτό όχι μόνο στο γενετήσιο αλλά και στα υπόλοιπα στάδια ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης, με την προϋπόθεση ότι είναι σύντονη με την αντίστοιχη φάση ανάπτυξης. Εξάλλου, σύμφωνα με τη φροϋδική θεωρία, είναι η σαγήνη, ως συναισθηματική στάση και ως διαπροσωπική συναλλαγή, που επέτρεψε τη στήριξη, δηλαδή την ανάδυση της σεξουαλικότητας (ενόρμηση ζωής και ενόρμηση θανάτου μαζί, σύμφωνα με τη δεύτερη θεωρία των ενορμήσεων) από την αυτοσυντήρηση. Στη συνέχεια, είναι σαν η αναδυθείσα σεξουαλικότητα, μέσα από τις εγκατασταθείσες πηγές ενόρμησης, να τροφοδοτεί τη διαδικασία της σαγήνης, με την ευρύτερη έννοια του όρου, στη συνάντηση με επόμενα λιβιδινικά αντικείμενα. Έτσι η «σαγήνη» της μητέρας απέναντι στο νεογέννητο, όπως και του οιδιποδειακού γονέα απέναντι στο μεγαλύτερο παιδί μπορεί να ενεργοποιήσoυν λιβιδινικά το παιδί, με δημιουργικές επιπτώσεις τόσο στις ενδοψυχικές διαδικασίες όσο και στο διϋποκειμενικό διαμείβεσθαι.
Προς την ίδια κατεύθυνση, ψυχικά δομικής χρησιμότητας της σαγήνης, κινείται και η αναγνώριση ότι η σαγήνη εντάσσεται, καθώς ήδη ελέχθη, όπως και η πρωταρχική σκηνή και ο ευνουχισμός, στις πρωταρχικές φαντασιώσεις, σε τυπικές δηλαδή φαντασιωτικές δομές οι οποίες οργανώνουν τη φαντασιωτική δομή του ατόμου, ανεξάρτητα από τις προσωπικές του εμπειρίες, με βάση κατασκευές που προέρχονται από την φυλογένεση (Φρόυντ 1915b, σ. 269, 1918, σ. 97). Στο πλαίσιο αυτής της προοπτικής η σαγήνη συνιστά μια φαντασιωτική δομή η οποία έχει τη χρησιμότητα να οργανώνει την φαντασιωτική ζωή του ατόμου, συμπυκνώνοντας την ενορμητική δυναμική με τις ψυχικές άμυνες που κρίνονται από το Εγώ απαραίτητες και ορθώνονται απέναντί της. Η ψυχικά δημιουργική συνεισφορά της σαγήνης είναι μια διάσταση της η οποία τείνει να αναδειχθεί στο πλαίσιο μιας σύγχρονης ψυχαναλυτικής οπτικής. Και αυτό, όπως τα καταγράφει και ο J. Laplanche (1987, σ. 103), σε δύο πεδία. Πρώτον, αυτό του παιδικού ψυχισμού και της ανάπτυξής του μέσα από τη «διεγερτική» (αλλά όχι τραυματική) σαγηνευτική επίδραση του ενηλίκου επάνω του, και, δεύτερον, αυτόν της αναλυτικής διαδικασίας. Αυτή η δημιουργική συνεισφορά μπορεί να υπάρξει όταν η σαγήνη, όπως ήδη ελέχθη, έχει τέτοια χαρακτηριστικά που να μη την καθιστούν τραυματική για τον ψυχισμό. Υπό μια έννοια είναι όταν η σαγήνη δεν γίνεται αποπλάνηση, με την έννοια της εκτροπής, λόγω εξωτερικού σεξουαλικού «κατακλυσμού,» από κάποια προσωπική πορεία σεξουαλικής ολοκλήρωσης.
 Στην ίδια γραμμή σκέψης ο D.W. Winnicott, στο πλαίσιο της δικής του θεωρητικής προσέγγισης, θα επικεντρωθεί στον ενδεχόμενο τραυματικό χαρακτήρα που μπορεί να εμπεριέχει η ενορμητική ικανοποίηση, που παρέχεται από ένα εξωτερικό παράγοντα σαγήνης, όταν αυτή δεν είναι σύντονη με το Εγώ. Σε αυτήν την περίπτωση η σαγήνη γίνεται τραυματική, καθώς ισοδυναμεί με ένα είδος «εκμετάλλευσης» της ενόρμησης από έναν εξωτερικό παράγοντα, που οδηγεί στη διάρρηξη της συνέχειας του Εγώ και στην εκμηδένιση της αίσθησης αυτόνομης ύπαρξης του ατόμου (Winnicott 1960, σ. 52, 1971, σ. 591). Σε κάθε περίπτωση όμως, μπορεί να συναχθεί ότι η σαγήνη, και στην πιο δημιουργική εκδοχή της, δεν μπορεί παρά να περιέχει κάποια στοιχεία, λιγότερα ή περισσότερα, αποπλάνησης, και αυτό διότι ο άλλος, ο σαγηνευτής άλλος, σε κάθε περίπτωση είναι αδύνατον, εκ της θέσεώς του, να μην έχει κάποιου είδους καθοριστική συμβολή στη σεξουαλική πορεία του σαγηνευθέντος, και με αυτήν την έννοια η σαγηνευτική επίδρασή του δεν μπορεί παρά να ευνοεί κάποιου βαθμού εκτροπή στον ψυχισμό του σαγηνευθέντος. Η σαγήνη, παρότι έχει συνδεθεί με το γενετήσιο, τοποθετείται πέρα από το γενετήσιο, συνδεόμενη με όλους τους τύπους αντικειμενοτρόπων σχέσεων, αλλά επίσης συνδεόμενη και με τη γέννηση των αντικειμενοτρόπων σχέσεων στη φάση της οριακής αντικειμενοτρόπου σχέσης που συνιστά η ναρκισσιστική. Στη φαινομενολογία της καθημερινής ζωής, η σαγήνη, στη δημιουργική της εκδοχή, φαίνεται να αντιπροσωπεύει μιαν «εισαγωγή», μιαν είσοδο μέσω της διέγερσης, ‘ένα είδος προπομπού, νέων αντικειμενοτρόπων σχέσεων και οργάνωσης του Εγώ, υπό έλευση, που αποδιοργανώνει τα προηγούμενα χαρακτηριστικά και το καθεστώς της σχέσης Εγώ-Αντικείμενο.
 Βεβαίως, και εδώ ακριβώς πρέπει να ανοίξει μια παρένθεση, οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι η σαγήνη δεν εντάσσεται πάντα στο πλαίσιο μιας δημιουργικής ψυχικής δυναμικής (και δεν εννοούμε εδώ την περίπτωση της αποπλάνησης η οποία εξ’ορισμού έχει ένα τραυματικό χαρακτήρα). Πιο συγκεκριμένα, ακριβώς επειδή η σαγήνη αποτελεί μια ψυχο-συναισθηματική διέγερση, η οποία συνεπάγεται μια δομική ψυχική αποδιοργάνωση και «απελευθερωτική» αναστολή ή παράκαμψη των απαιτήσεων των προηγουμένων τύπων αντικειμενοτρόπων σχέσεων, μια ενδεχόμενη επαναλαμβανόμενη, εγκατεστημένη με σταθερό τρόπο, ψυχική λειτουργία σαγήνης μπορεί να συνιστά όχι προπομπό δημιουργικής ψυχικής μετάβασης αλλά αμυντικό περιοριστικό μηχανισμό, ο οποίος υποδηλώνει καθηλώσεις και αδυναμία του Εγώ στην εξέλιξή του. Στη δημιουργική της εκδοχή τώρα, η σαγήνη μπορεί να εκδηλωθεί σε διάφορα ψυχικά περάσματα, όχι μόνο σε αυτά που αφορούν τα κλασσικά αναγνωρισμένα ψυχαναλυτικά στάδια αλλά και στο εσωτερικό αυτών, στο πλαίσιο λεπτότερων ψυχικών μετακινήσεων και «ανακαλύψεων» εξωτερικών αντικειμένων, τα οποία παρουσιάζουν το ενδιαφέρον να περιέχουν κάποιο καινούργιο στοιχείο και κάποια ιδιαιτερότητα, ικανά να συναντήσουν και να ανταποκριθούν σε κάποιο σημείο του συγκεκριμένου φάσματος των μη μορφοποιημένων ακόμη εσωτερικών προσδοκιών, οι οποίες όμως είναι κοντά στο να έρθουν στην επιφάνεια. Μπορεί να αναφερθεί, πολύ σχηματικά, η γκάμα «σαγηνευτικών» προσώπων, που αν και έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά έχουν και διαφορές και «γοητευτικές» ιδιαιτερότητες, που μπορούν να ενδιαφέρουν κάποιον έφηβο στην είσοδό του στη γενετήσια αυτονόμηση, όπως θα μπορούσε να αναφερθεί ενδεικτικά και η ποικιλία πνευματικών ενδιαφερόντων που θα μπορούσαν να σαγηνεύσουν διαδοχικά το άτομο με τάση για μετουσιωτικού τύπου επενδύσεις. Συνδεδεμένο με την προοπτική της δημιουργικής σαγήνης είναι το γεγονός ότι, όπως ήδη ελέχθη, το χρονικά τελευταίο έργο του Φρόυντ αποδεσμεύεται από το ψυχοπαθολογικό και εισάγει την καθημερινότητα της επαφής μητέρας-παιδιού, ως παράγοντα μη σκόπιμης, μη συνειδητής αποπλάνησης. H συνάντηση του παιδιού με το σεξουαλικό ασυνείδητο του ενηλίκου, εκτός του ότι μπορεί να είναι τραυματική, μπορεί να είναι καθοριστική, με ένα θετικό, δομικό τρόπο για το μικρό παιδί, με την έννοια ότι θα εγκαθιδρύσει μέσα του τον πρώτο πυρήνα σεξουαλικού ασυνειδήτου, στη συνέχεια της πρωταρχικής απώθησης, κάτι το οποία θα σημάνει και την εμφύτευση της ενόρμησης. Πρέπει να σημειωθεί ότι η διαδικασία της μερικής μετάφρασης και της μερικής απώθησης συνιστά, εκτός από εσωτερική διαίρεση ή μάλλον εξ’αιτίας αυτής, και δόμηση του ψυχικού οργάνου, με την έννοια ότι η πρωταρχική απώθηση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ψυχική συγκρότηση. Με άλλα λόγια, η θετική επίδραση της δημιουργικής σαγήνης, με την έννοια της προώθησης των αντικειμενοτρόπων σχέσεων, ισοδυναμεί με θετικές επιπτώσεις στο επίπεδο της οργάνωσης και του περιεχομένου του Εγώ. Επ’αυτού πρέπει να σημειώσουμε το ενδιαφέρον του J. Laplanche, στο πλαίσιο της θεωρίας του για την γενικευμένη αποπλάνηση, όσον αφορά στη θέση του Εγώ στο πλαίσιο της ανθρώπινης σωματο-ψυχικής οντότητας. Έτσι, ο J. Laplanche είχε από νωρίς στρέψει την προσοχή του στις δύο χρήσεις που επεφύλασσε ο Φρόυντ στην έννοια του Εγώ. O όρος, στα κείμενα του Φρόυντ, άλλοτε αντιπροσωπεύει το σύνολο του οργανισμού, ως μεταφορική εικόνα του όλου, ενώ άλλοτε αντιστοιχεί σε ένα εσωτερικό στον οργανισμό υποσύστημα, ως μετωνυμικό παράγωγο επιφορτισμένο με κάποιες λειτουργίες. H δεύτερη χρήση θα οδηγήσει και στη θέση του Εγώ ως συστήματος του ψυχικού οργάνου, μαζί με το Αυτό και το Υπερεγώ, στο πλαίσιο της δεύτερης τοπικής θεωρίας, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει την εγκατάλειψη από τον Φρόυντ της πρώτης χρήσης. O Φρόυντ, περιγράφοντας τη διαδικασία εμφάνισης του Εγώ κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής εξέλιξης, γράφει το 1923 ότι σε μια πρώτη φάση το Eγώ δεν υφίσταται ως σύστημα αλλά ταυτίζεται με το άτομο στο σύνολό του και ιδιαίτερα με την περιφέρειά του, ως Εγώ-σώμα. Θα αποδώσει δε τον σχηματισμό του Εγώ-σύστημα στην επίδραση του εξωτερικού κόσμου στην επιφάνεια του Αυτό, χωρίς να διευκρινίσει με σαφήνεια τον τρόπο άρθρωσης των δύο αυτών όψεων του Εγώ. O J. Laplanche θα συνδέσει την ανάδυση του Εγώ-σύστημα με την πρωταρχική απώθηση, δηλαδή με την εγκαθίδρυση του αντικειμένου-πηγή της ενόρμησης στο εσωτερικό του Εγώ-άτομο. Έτσι δέχεται ότι στη φάση του Εγώ-σώμα το αινιγματικό μήνυμα θα αγγίξει την περιφέρεια της αδιαφοροποίητης σωματοψυχικής ενότητας. H πρωταρχική απώθηση, που περιλαμβάνει την μετατροπή του αινιγματικού μηνύματος σε αντικείμενο-πηγή της ενόρμησης, θα συμπέσει με τη διαφοροποίηση του Εγώ-σύστημα στο εσωτερικό του Εγώ-άτομο. Έτσι το αντικείμενο-πηγή της ενόρμησης θα βρεθεί στο εσωτερικό του Εγώ-άτομο αλλά στην περιφέρεια του Εγώ-σύστημα. Η σαγήνη στην αναλυτική σχέση H αναλυτική θέση είναι μια άλλη κατάσταση που περιλαμβάνει τη δυναμική αποκωδικοποίησης ενός αινίγματος, αυτού που ο αναλυτής αντιπροσωπεύει για τον αναλυόμενο-αναλύοντα (το δεύτερο σκέλος δηλώνει τη ενεργητική στάση του ασθενούς απέναντι στην θεραπεία του που εδώ πρέπει να τονιστεί). Σε αυτή τη συνθήκη προφανώς έγκειται και η δυνατότητα ψυχικής αναθεμελίωσης του ατόμου, δηλαδή θεραπείας, που παρέχει το πλαίσιο της ψυχαναλυτικής προσέγγισης, H προσπάθεια νοηματοδότησης του μηνύματος του άλλου, του αναλυτή αποτελεί για τον αναλυόμενο επαναφορά σε μια θέση παθητικότητας όσον αφορά τη (μη) κατανόηση και τον (μη) έλεγχο επί των μηνυμάτων που διακινούνται στο πλαίσιο της αναλυτικής σχέσης και επί αυτών που φαντάζεται και προβάλλει στην σκέψη τού αναλυτή. Αυτό ταυτοχρόνως τον αναγκάζει να μετακινηθεί από μια θέση ναρκισσιστικής αυτάρκειας, αυτό-σαγηνευτικού χαρακτήρα, που συνιστά μακρινό, αμυντικό τώρα πια αντίλαλο της ναρκισσιστικής πληρότητας της πρώτης φάσης της σεξουαλικής εξέλιξης, η οποία βρήκε τη συνέχειά της στον «αυτόνομο» ατομικιστή σύγχρονο ενήλικο άνθρωπο.
O J. Laplanche θεωρεί ότι βρίσκουμε στην αναλυτική συνθήκη όλα τα συστατικά της πρωταρχικής θέσης, με την έννοια της επανεγκατάστασης μιας ασυμμετρίας ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές, και, κατ’αυτόν τον τρόπο, της επαναδραστηριοποίησης της πρωταρχικής σαγήνης, κάτι το οποίο θα επέτρεπε την επαναθεμελίωση του υποκειμένου (Laplanche 1979-1980). Επ’αυτού του σημείου, ίσως μπορούμε να πούμε ότι οι καταβολές της φροϋδικής ψυχαναλυτικής πρακτικής, με τη μορφή της υποβολής, μέσω της ύπνωσης, φαίνεται να έχουν αφήσει ανεξίτηλα τα ίχνη τους στην ψυχαναλυτική πρακτική, με την έννοια ότι έθεσαν στα θεμέλια της αναλυτικής συνθήκης τη συναλλαγή του αναλυομένου με μιαν απρόσιτη «αυθεντία» του αναλυτή. Η αναλυτική συνθήκη συνιστά μια κατάσταση πρωταρχικής σαγήνης με βάση το αίνιγμα. Πρέπει εδώ να τονιστεί ότι το αναλυτικό πλαίσιο δεν προορίζεται (σύμφωνα με τη δομή της θεραπευτικής σχέσης που ευνοεί και όχι όσον αφορά τις επαναλήψεις που θα εκδηλωθούν στο πλαίσιο της μεταβίβασης) για να προάγει τη σαγήνη, δηλαδή δεν πρέπει να αντιπροσωπεύει η να υπονοεί μια σαγηνευτική αναλυτική στάση, στα πρότυπα της πρώιμης σαγήνης που δέχθηκε ή υπέστη το παιδί από τη φροντίζουσα μητέρα, η οποία εμμέσως έδινε έτσι έκφραση και στο σεξουαλικό της ασυνείδητο. Ούτε στα πρότυπα, φυσικά, της τραυματικής αποπλάνησης, αν αυτή έχει λάβει χώρα σε κάποια φάση της παιδικής ηλικίας του αναλυομένου. Και στις δύο περιπτώσεις, ενδεχόμενης ενεργούς σαγηνευτικής στάσης εκ μέρους του αναλυτή, θα επρόκειτο για τραυματικές επαναλήψεις που επιβεβαιώνουν την καθήλωση και την ενισχύουν, δεσμεύοντας τις ψυχικές επενδύσεις του αναλυομένου, μην αφήνοντας χώρο στην αναζήτηση της κατανόησης, με το δεδομένο ότι, όπως διαπιστώνεται στην ψυχαναλυτική κλινική και καταγράφεται στην αντίστοιχη βιβλιογραφία, όπου υπάρχει ενεργός σαγήνη, με λόγια ή/και πράξεις, το νόημα αποκλείεται ή συμπιέζεται. Σε κάθε περίπτωση, και αυτό αποτελεί μια μικρή δομική ασφαλιστική δικλείδα, το μέσον έκφρασης και επικοινωνίας της αναλυτικής συνθήκης είναι εξ ορισμού ο λόγος και όχι οι πράξεις. Πέρα όμως και από αυτό, στο εσωτερικό του αναλυτικού λόγου πρέπει να απουσιάζει η σαγηνευτική πρόθεση εκ μέρους του αναλυτή, με την έννοια της συνειδητής ή ασυνείδητης διακίνησης της σεξουαλικότητας του με αντικείμενο τον αναλυόμενο. Αν η συνειδητή πρόθεση σαγήνης από έναν αναλυτή θεωρείται αυτονόητο ότι πρέπει να αποκλειστεί από κάποιον που φέρει αυτή την ιδιότητα, η ασυνείδητη πρόθεση σαγήνης είναι ένα πιο λεπτό ζήτημα το οποίο άπτεται της αντιμεταβίβασης. Ο Φρόυντ, εμφανώς επιφυλακτικός απέναντι στην ασυνείδητη δυναμική του θεραπευτή γενικότερα, είχε φτάσει να πει, με ένα ριζικό τρόπο, μιλώντας για την αντιμεταβίβαση, ότι «αυτό που δίνουμε στον ασθενή δεν πρέπει ποτέ να είναι ένα αυθόρμητο συναίσθημα, αλλά κάτι που πρέπει πάντοτε να εκφράζεται συνειδητά. Κάτω από ορισμένες συνθήκες, πρέπει να δώσουμε πολλά αλλά ποτέ κάτι που προέρχεται κατευθείαν από το ασυνείδητο» (Freud-Binswanger 1995, 20/2/1913). Στη συνέχεια του Φρόυντ βεβαίως η κατανόηση και η χρήση της αντιμεταβίβασης προς όφελος της θεραπείας ισοδυναμεί τόσο με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο ασυνείδητο του αναλυτή όσο και με αναλυτική εγρήγορση για την αναγνώριση των ενδεχόμενω εκτροπών της ασυνείδητης έκφρασης του αναλυτή, ανάμεσα στις οποίες τοποθετείται και η σαγηνευτική πρόθεση. Αυτό όμως που είναι ουσιαστικό για τη θεραπεία είναι η ανάδειξη και η συντήρηση του αινίγματος, και της σαγήνης του αινίγματος, με μια μορφή καθαρή και ουσιαστική, περισσότερο και από αυτήν της σαγήνης της παιδικής ηλικίας (η οποία μετέφερε και το σεξουαλικό ασυνείδητο του ενηλίκου), με τον σκοπό αυτή τη φορά να επανεκκινηθεί η διαδικασία κατανόησης, μια δηλαδή διαδικασία νέας μετάφρασης των τραυματικών υπολειμμάτων. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την άρνηση του αναλυτή να ξέρει (απέναντι στον αναλυόμενο αλλά και απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό), σε αντίθεση με την πίστη και την προσδοκία του ασθενούς ότι ο αναλυτής του ξέρει. Είναι αυτή η άρνηση του αναλυτή που συνιστά την κινητήρια δύναμη της ανάλυσης και ωθεί τον αναλυόμενο-αναλύοντα προς την κατανόηση, όπως είχε ωθηθεί και το παιδί σε μια θεωρητική δραστηριότητα όταν προέκυπταν τα αινίγματα της ζωής, όπως αυτά που αφορούν τη γέννηση ενός παιδιού, τη διαφορά των φύλων και άλλα. Ο Φρόυντ είχε γράψει το 1915: «διατηρώντας τις ανάγκες και τις προσδοκίες [εννοεί αναπάντητες από την πλευρά του αναλυτή] η ψυχαναλυτική θεραπεία ωθεί στην ψυχική εργασία και την αλλαγή». Όμως, κάποιου είδους σαγήνη του αναλυτή επί του αναλυομένου, μπορεί να εντάσσεται σε μια, στα όρια του συνειδητού, προσπάθεια του πρώτου να «θεμελιώσει» το αναλυτικό πλαίσιο, με κίνδυνο όμως τελικά να το καταργήσει. Ο Φρόυντ ήδη, παρά τις θεωρητικές παραινέσεις του για «ουδετερότητα», που διατυπώνει στο πλαίσιο των κειμένων του για την τεχνική της ψυχανάλυσης (κυρίως την περίοδο 1904-1918), σε γράμμα του στις 28 Μαΐου 1922 προς τον Edoardo Weiss, τον συμβουλεύει σχετικά με έναν ασθενή του: «να αφιερωθείτε αποκλειστικά στην κατάκτηση του ασθενούς σας» (Φρόυντ 1922, σ. 56). Βεβαίως, ο Φρόυντ, μιλώντας για ουδετερότητα στα κείμενά του για την τεχνική της ψυχανάλυσης, αναφερόταν σε νευρωτικούς ασθενείς, παρότι στην ψυχαναλυτική του πράξη φαίνεται ότι συμπεριέλαβε οριακούς, όπως για παράδειγμα ο Άνθρωπος με τους λύκους, η και καθαρά ψυχωτικούς ασθενείς, όπως αποδεικνύεται από την αλληλογραφία του αλλά και από τα κείμενά του, όπου δείχνει να έχει δει ψυχωτικούς ασθενείς και να έχει άποψη για τις «ναρκισσιστικές νευρώσεις». Αν μείνουμε όμως στο ότι ο Φρόυντ φαίνεται να προορίζει το θεωρητικό-κλινικό μοντέλο, που συνιστά η φροϋδική ψυχανάλυση, για τους νευρωτικούς ασθενείς, και καθώς γράφει, ήδη για το εσωτερικό των νευρώσεων, ότι «η ψυχαναλυτική τεχνική δεν είναι η ίδια για κάθε μορφή νεύρωσης» (Φρόυντ 1908-10, σ. 432), εγείρονται φυσικά ερωτήματα (οι ασχολούμενοι θεραπευτικά με οριακούς ή και ψυχωτικούς ασθενείς το γνωρίζουν καλύτερα) σχετικά με τεχνικές διαφοροποιήσεις της ψυχαναλυτικής πρακτικής και στον τομέα αυτού που σχετίζεται με τη σαγήνη. Σε ασθενείς με πρώιμες καθηλώσεις, και κυρίως με δυσκολίες αντικειμενότροπου επένδυσης, εξαιτίας ναρκισσιστικών καθηλώσεων, καθώς η αναλυτική θεραπεία ισοδυναμεί με την επανεγκαθίδρυση της πρωταρχικής σαγήνης, αυτή η τελευταία μπορεί να ευνοήσει, εκτός των άλλων, υπό προϋποθέσεις, την ενεργοποίηση του σεξουαλικού και τη συνακόλουθη λιβιδινική επένδυση διαστάσεων του ψυχικού γίγνεσθαι. Εδώ μπορούμε να αναρωτηθούμε αν το «αίνιγμα» αρκεί για να ελπίσουμε μια τέτοια ψυχική κινητοποίηση.

Στο πλαίσιο μιας ανάλογης οπτικής, η Α. Ποταμιάνου προτείνει τη χρήση μιας βέλτιστης σαγήνης, ως αναλυτική στρατηγική με σκοπό την κινητοποίηση των επενδύσεων, σε ασθενείς στους οποίους αυτές υπολείπονται (Ποταμιάνου 2005, σ. 207). Εδώ φαίνεται να πρόκειται για «σαγηνευτική» πρόσκληση στη αναλυτική εργασία. Το ερώτημα βέβαια σε αυτό το σημείο μένει ανοιχτό, για το ποια εγγύηση υπάρχει ότι η σαγήνη του θεραπευτή επί του αναλυομένου, έστω διαθέτουσα, συνειδητά, πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, θα διευκολύνει και θα τροφοδοτήσει το αναλυτικό έργο και δεν θα επανατροφοδοτήσει στον ψυχισμό του αναλυομένου μιαν επανάληψη βιώματος τραυματικού πλησιάσματος, με συνακόλουθη κινητοποίηση αντίστοιχων αμυνών και με βραχυκύκλωση και συμπίεση της δυνατότητας για πρόσβαση στο νόημα και στην αναπαράσταση. Σύμφυτο με αυτό το ερώτημα είναι και αυτό του ρόλου και του αποτελέσματος της συμμετοχής του ασυνειδήτου του αναλυτή στην εν λόγω «θεραπευτική», θα λέγαμε, σαγήνη. Και αυτό με το δεδομένο, το οποίο συνάγεται από τα θεωρητικο-κλινικά δεδομένα που διαθέτουμε για τις διαδικασίες σαγήνης, ότι όπου υπάρχει σαγήνη ή, αλλιώς, για να λειτουργήσει η σαγήνη, έστω και αν η πρόθεση της χρήσης της από την πλευρά του αναλυτή είναι συνειδητή, πρέπει να υπάρξει συγκεκριμένου τύπου επικοινωνία ανάμεσα στο ασυνείδητο του σαγηνεύοντος και σε αυτό του σαγηνευόμενου. Πρέπει η σαγηνευτική σεξουαλική επένδυση του σαγηνεύοντος να συναντήσει την αντίστοιχη εν δυνάμει σεξουαλική δυνατότητα του σαγηνευόμενου, να τη διεγείρει και να συντονιστεί με αυτήν. Ταυτοχρόνως όμως, και στη συνέχεια της προηγούμενης σκέψης του συντονισμού των δύο ασυνειδήτων στην περίπτωση της σαγήνης, όταν στο μεταβιβαστικό χώρο προκύψει η αναλυτική σαγήνη, του αναλυτή επί του αναλυομένου ή το αντίστροφο, προς την αντίθετη κατεύθυνση, όπως και όταν αυτή δεν εκδηλωθεί καθόλου, δεν υπάρξει καθόλου, μπορούμε ενδεχομένως να διακρίνουμε σε αυτό ένα μεταβιβαστικό-αντιμεταβιβαστικό συντονισμό στο πεδίο της σαγήνης, ο οποίος μπορεί να συνιστά μιαν επανάληψη ή το αρνητικό ίχνος της τραυματικής εκτροπής που είχε συμβεί στο παρελθόν του ασθενούς. Μπορεί επίσης να αναγνωρίσουμε στη σαγήνη, που εκδηλώνεται έντονα και κυρίαρχα στο μεταβιβαστικό-αντιμεταβιβαστικό πεδίο (όπως και στην καθημερινή ζωή του αναλυομένου), μιαν αμυντική τακτική. Πρόκειται δηλαδή για ένα προπέτασμα πάθους, που κρύβει άλλες ευαίσθητες ψυχικές πτυχές, και το οποίο είναι συνοδό προϊόν της νευρωτικής απώθησης ή, στις σοβαρότερες περιπτώσεις κυρίως οριακών και ψυχοπαθητικών ασθενών, της άρνησης, της προβολής ή της προβλητικής ταύτισης, ισοδύναμα, στη δεύτερη περίπτωση, μιας αμυντικής απόπειρας ψυχικής εκκένωσης. Σε κάθε περίπτωση, το αναλυτικό έργο σε αυτές τις καταστάσεις είναι να αναγνωριστεί και να ερμηνευθεί η εν λόγω αμυντική λειτουργία της σαγήνης, παράλληλα, στις σοβαρότερες περιπτώσεις, με μια αναλυτική ανασύσταση του αναπαραστατικού πεδίου, την απουσία του οποίου έκρυβε η σαγήνη. Σε αυτό το σημείο, η περιέχουσα φροντίδα του αναλυτή, χάρη στην τακτικότητα και σταθερότητα του πλαισίου, όπως και στην ενεργό συμμετοχή του ασυνειδήτου και του προσυνειδητού του αναλυτή στη διαδικασία του συμβολικού μεταβολισμού ανεπεξέργαστων ή αρνητικά μόνο παρόντων στοιχείων του ψυχισμού του ασθενούς, μπορεί να αποβεί καθοριστική.


 Βιβλιογραφία Baudrillard, J. (1988). De la séduction. Paris: Editions Galilée Clapham, M.S. (1997). Ethical Moments in Psychotherapy: Interpretation, Seduction or …?. Brit. J. Psychother., 13:506-514 Ferenczi, S. (1932). Confusion of the Tongues Between the Adults and the Child-(The Language of Tenderness and of Passion). Δημοσιευμένο το 1949. Int. J. Psycho-Anal., 30 : 225-230 21 Freud, S. (1896a). L’hérédité et l’étiologie des névroses. Freud, S. (1896b). The Aetiology of Hysteria. S.E. III (1893-1899): 187-221 Freud, S. (1896c). Letter 52 Extracts from the Fliess Papers. S.E. I (1886-1899): 233-239 Freud, S. (1897). Letter 69 Extracts from the Fliess Papers. S.E. I ( 1886-1899): 259-260 Freud, S. (1905). Three Essays on the Theory of Sexuality. S.E. VII (1901-1905): 123-246 Freud, S. (1908-10). Les premiers psychanalystes – Minutes de la Société psychanalytique de Vienne II. Paris: Gallimard, 1978 Freud, S. – Binswanger, L. (1908-1938). Correspondance. Paris: Calmann-Lévy, 1995 Freud, S. (1915a). Instincts and their Vicissitudes. S.E. XIV (1914-1916): 109-140 Freud, S. (1915b). A Case of Paranoia Running Counter to the Psycho-Analytic Theory of the Disease. S.E. XIV (1914-1916): 261-272 Freud, S. (1918). From the History of an Infantile Neurosis. S.E. XVII (1917-1919): 1-124 Freud, S. (1922). Sigmund Freud – Edoardo Weiss, Lettres sur la pratique psychanalytique. Toulouse: Privat, 1975 Freud, S. (1923). The Ego and the Id. S.E. XIX (1923-1925): 1-66 Freud, S. (1933). New Introductory Lectures On Psycho-Analysis. S.E. XXII (1932-1936): 1-182 Godfrind, J. (1997). A propos d'homosexualité féminine chez l'homme. Rev. Belg Psychanal., 30:37-53. Kris, E., Greenacre, P., Freud, A., Hartmann, H., Lewin, B.D., Escalona, S., Loewenstein, R.M., Jacobson, E., Spitz, R.A., Waelder, R., Davison, C., Bell, A., Mittelmann, B., Mahler, M.S., Bychowski, G. (1954). Problems of Infantile Neurosis—A Discussion. Psychoanal. St. Child, 9:16-71. Laplanche, J. (1979-80), La situation psychanalytique: le psychanalyste et son baquet. Problématiques V (7-134). Paris: P.U.F., 1987 Laplanche, J. (1987), Nouveaux fondements pour la psychanalyse, Paris: P.U.F. Liddell & Scott (1901). Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης. Αθήνα: Εκδόσεις Επικαιρότητα 22 Μπαμπινιώτης, Γ. (2009). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Ιστορία των λέξεων. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. Ποταμιάνου, Α. (2005). Το τραυματικό. Αθήνα: Βιβλιοπωλείο της Εστίας Winnicott, D.W. (1960). The Theory of the Parent-Infant Relationship. Int. J. Psycho-Anal., 41: 585-595 Winnicott, D.W. (1971). Playing and Reality. London: Tavistock Publications Χρήστος Ζερβής: crzervis@otenet.gr

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ

Φιλοσοφική Συμβουλευτική Η Φιλοσοφική Συμβουλευτική δεν αποτελεί- όπως κακώς εννοείται από κάποιους ανεκπαίδευτους φιλοσοφικά ψυχολόγους - έναν νέο Στωικισμό,(δηλαδή μια φιλολογία της οικονομίας των παθών), ούτε έναν Επικούρειο φορμαλισμό, ή κάποιον Σκεπτικισμό με την ασυνεπή ουδετεροποίηση του. Επιπλέον η Φιλοσοφική Συμβουλευτική δεν είναι υπαρξισμός. Δηλαδή μια δογματική αφοριστική περί της αλλοτρίωσης. Αποτελεί μια άσκηση που υπερβαίνει την εμπειρική μερικότητα και ερευνά αναστοχαστικά για το πως πραγματώνεται η ελευθερία στην ευθύνη. Δεν είναι τυχαίο που οι ψυχοδυναμικές θεραπείες, οι προσωποκεντρικές, οι συστημικές-φονξιοναλιστικές, οι εικαστικές-αναπαραστατικές, τρέχουν όταν διαπιστώσουν το πεπερασμένο του χαρακτήρα τους, στην φιλοσοφική γραμματεία. Και αυτό γιατί η φιλοσοφία εκφράζει το ανυπόθετο. Οι αναπαραγωγικές επιταγές της ερμηνείας και της κατανόησης στην ψυχανάλυσης ζητούν την επικουρία της φιλοσοφίας. Οι ανθρωπιστικές- προσωποκεντρικές, μοιάζουν να είναι αστήρικτες αν δεν σταθούν στον φιλοσοφικό αυτογνωρισμό. Οι συστημικές, παίρνουν λαβή από τη φιλοσοφική υποστηρικτική της σχέσης. Και οι εικαστικές-αναπαραστατικές, από την ερμηνευτική ευκαμψία του πάρωρου φιλοσοφικού σημαίνοντος. Πολύ πριν από την γερμανική σχολή της Πρακτικής Φιλοσοφίας ή Φιλοσοφικής Συμβουλευτικής οι Michel de Certeau, Pierre Hadot, N.Abbagnano, Foucault, αρχικά σε επίπεδο συντονισμού και ενεργοποίησης των σχέσεων, έδωσαν τα φώτα τους για την θεμελίωση μιας φιλοσοφικής συμβουλευτικής εφικτότητας και στη συνέχεια οι Lyotard, Deleuze, Derrida, ύψωσαν σε αυτοσύνειδο στοχασμό την επιθυμία σε μια άλλη αντίληψη από εκείνη της "πεπερασμένης" ψυχαναλυτικής. ΕπίκουροςΣτη μεταμοντέρνα εποχή η Φιλοσοφική Συμβουλευτική έρχεται να καλύψει την ανάγκη του ανθρώπου για τον βέλτιστο, άριστο βίο. Προϋπόθεση όμως απαραίτητη για το "ευ ζην" γίνεται το "γνώθι σ'αυτόν", η συνειδητοποίηση και οριοθέτηση του Εγώ από το υποκείμενο της γνώσης, δηλαδή το ανθρώπινο ον. Με ποιο τρόπο όμως και μέσα από ποια διαδικασία η Φιλοσοφική Συμβουλευτική προσεγγίζει το δρόμο προς τη γνώση του Εαυτού στην εποχή αυτή που η ψυχολογία εγκλωβίστηκε μέσα στα δόγματα του Φρόιντ και στις μπιχεβιοριστικές τεχνικές της Ψυχολογικής Συμβουλευτικής ; Η ψυχολογία στην Αρχαία Ελλάδα αποτελούσε κομμάτι της φιλοσοφίας. Ο Πυθαγόρας, οι Ίωνες φιλόσοφοι, o Πλάτων, ο Επίκουρος, ο Επίκτητος και οι Στωικοί, καθώς και ο Πλούταρχος και ο Γαληνός υπήρξαν μερικοί από τους φιλόσοφους-συγγραφείς που ασχολήθηκαν με θέματα που αφορούσαν στην ψυχή. Οι φυσικοί φιλόσοφοι ήταν οι πρώτοι που όρισαν τη σύσταση και την κίνηση της ψυχής. Στη συνέχεια ο Πυθαγόρας και οι μαθητές του ασχολήθηκαν εμπεριστατωμένα με τις αρετές και τις αξίες της ζωής καθώς επίσης και με τις ψυχικές θεραπείες. Ο Πλάτων έβλεπε τα πράγματα μέσα στο όλον του ενοποιημένου κόσμου και το γνωμικό "γνώθι σ΄αυτόν" του Σωκράτη είχε γίνει η κεντρική ιδέα της φιλοσοφίας. Ο Λεμπόν, γράφει ο Δελλής, "αναγνωρίζει πως ο Σωκράτης, ο μεγάλος Έλληνας φιλόσοφος με τους φιλοσοφικούς διαλόγους του , εγκαινιάζει μια μέθοδο που προαναγγέλλει τον τύπο του νεότερου φιλοσοφικού συμβούλου και οι Στωικοί φιλόσοφοι και ο Επίκουρος ανέπτυξαν "πνευματικές ασκήσεις" που θυμίζουν τις ασκήσεις που χρησιμοποιούν οι σύγχρονοι γνωστικοί θεραπευτές για τους πελάτες τους." Πολλές από τις φιλοσοφικές σχολές της αρχαιότητας έβλεπαν τη φιλοσοφία όχι σαν μια διδασκαλία κάποιας αφηρημένης θεωρίας, αλλά μάλλον την «τέχνη του ζην». Η φιλοσοφική πράξη, λέει ο Hadot στο Philosophy as a Way of Life, ήταν για τις ελληνιστικές ρωμαϊκές σχολές "μια διαδικασία που μας οδηγεί στην πληρότητα και μας κάνει καλύτερους. Είναι ένας προσηλυτισμός που αναποδογυρίζει τη ζωή μας, που ανυψώνει το άτομο από μια μη αυθεντική κατάσταση ζωής σε μια αυθεντική στάση ζωης, στην αυτοσυνείδηση, την εσωτερική ειρήνη και ελευθερία". ( Raabe, Philosophica lCounselling, Theοry and practice). ΠλάτωνΤο "γνώθι σ΄αυτόν" όμως στην κλασική ψυχανάλυση και ψυχοθεραπεία έρχεται να ορίσει την ψυχολογική μορφή θεώρησης του Εαυτού , την αναγνώριση του δίπολου "παθολογικό και μη παθολογικό,την θεωρία των κινήτρων και του άμεσου σκοπού που θέλει να εκπληρώσει ένα νόημα" (Δελλής). Στις Συμβουλευτικές σχολές , γράφει ο Αποστόλου, "το "γνώθι σ΄αυτόν" γίνεται "εξέλεξε σ΄αυτόν", όπου όλα καλύπτονται από την αποφαινόμενη (αποφασίζουσα) βούληση του ανθρώπου. Μ΄αλλα λόγια, ενισχύουν (αφού όλα γίνονται πρόβλημα των επιλογών και των αποφάσεων) την αρεταίεια πραγμάτωση της ωφελιμοκρατικής τελεολογίας". Η γνωριμία με τον Εαυτό δηλαδή έρχεται να εκπληρώσει το νόημα ενός σκοπού και της επιθυμητικής ανάγκης του ανθρώπινου όντος, είναι επομένως μια ψυχολογική και όχι οντολογική θεώρηση του Εαυτού (Φουκω). Στην ψυχολογική θεώρηση ο εαυτός είναι ένα σύμπλεγμα εσωτερικών δομών διαμορφωμένων από τις εμπειρίες του παρελθόντος, από τα "τραυματικά" παιδικά βιώματα , τις λανθάνουσες επιθυμίες, τις καταπιεσμένες ανάγκες, τις προσωπικές αντιλήψεις. Αυτά τα εσωτερικά, ασυνείδητα στοιχεία καθορίζουν τον τρόπο ζωής του υποκειμένου και είναι οι αιτίες των πράξεών του. Αντίθετα, στην φιλοσοφική θεώρηση, δεν υπάρχουν ασυνείδητα ή καταπιεσμένα πιστεύω, αξίες ή θέσεις που το άτομο έμαθε στην παιδική ηλικία αλλά ανεξέταστοι δογματισμοί που δεν καθορίζουν αλλά διαμορφώνουν, δεν προκαλούν αλλά επηρεάζουν τις πράξεις του (Raabe). Πάνω σε αυτά τα στοιχεία διατύπωσε ο Φρόιντ την ψυχιατρική θεραπευτική του θεωρία με κεντρικό άξονα το "Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα" με ότι βιολογικά, ψυχικά η αντικοινωνικά αποτελέσματα συνεπάγεται. Πόση αλήθεια παρουσιάζει η θεωρία αυτή ώστε όταν γενικεύεται να αφορά σε όλη την ψυχική όσο και κοινωνική πραγματικότητα; ( Με αφορμή το μύθο του Οιδίποδα του Σοφοκλή, ο Φρόιντ έπλασε έναν άλλο μύθο: ισχυρίζεται ότι το Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα είναι αυτό που γεμίζει την ανθρωπότητα με ενοχές και νοσηρή οπτική). Foucault.Η αυτοσυνείδηση, η εσωτερική ειρήνη και ελευθερία είναι η τέχνη του ζην για τον Φουκώ. Στο Εξουσία, γνώση και Ηθική, λέει: "Αυτό που με εκπλήσσει είναι το ότι στην κοινωνία μας η τέχνη έχει γίνει κάτι που συνδέεται μόνο με τα αντικείμενα κι όχι με τα άτομα ή τη ζωή. Δεν θα μπορούσε όμως να γίνει έργο τέχνης η ζωή του καθενός μας; Γιατί να είναι καλλιτεχνικό αντικείμενο η λάμπα ή το σπίτι και όχι η ζωή μας;" (Φουκώ, Εξουσία, Τέχνη, Ηθική) Η Φιλοσοφική Συμβουλευτική έχει ένα βάθος χρόνου που ξεκινάει από άγρια σκέψη (προσωκρατική σκέψη) και φθάνει ως τη μεταμοντέρνα ρητορική. Απαραίτητη προϋπόθεση βέβαια είναι να μελετήσει κάποιος την αναλυτική της περατότητας του Φουκώ, την εισαγωγή του υποκειμένου στην επιθυμία (desir) μέσα στον ευνουχισμό του Λυοτάρ, τον θετικό υπαρξισμό του Αμπανιάνο, τη μετακλινική κοινωνική εμπειρία των Ντελέζ-Γκουατταρί, τη καθημερινή ζωή του Ανρί Λεφέβρ την αρνητική διαλεκτική του Αντόρνο, τα σεμινάρια του Χάιντεγκερ στον Μπινσβάνγκερ και στους μαθητές του, κλπ.. Δελλής, Φιλοσοφική Συμβουλευτική, ΤΥΠΩΘΗΤΩ Φουκώ, Εξουσία, Γνώση, Ηθική ΕΨΙΛΟΝ Raabe, Philosophical Counselling, Theory and Practice. Howard, Philosophy for Counselling and Psycotherapy. Α. Αποστόλου, Φιλοσοφική Συμβουλευτική Lebon, Wise Therapy

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

Οι σκέψεις και όχι τα γονίδια καθορίζουν την υγεία.

Οι σκέψεις και όχι τα γονίδια καθορίζουν την υγεία Η δραστηριότητα των γονιδίων μπορεί να αλλάξει. Σύμφωνα με τον δρα Μπρους Λίπτον, η υγεία του σώματος επηρεάζεται από τις σκέψεις που κάνουμε καθημερινά και όχι από τα γονίδια. Αν, σύμφωνα με το καθιερωμένο μοντέλο, οι σκέψεις σου αντικατοπτρίζουν τη χημεία του σώματός σου και αν το νευρικό σου σύστημα διαβάζει και ερμηνεύει το περιβάλλον και μετά ελέγχει τη χημεία του αίματος, τότε μπορείς να αλλάξεις τη μοίρα των κυττάρων σου κυριολεκτικά, αλλάζοντας τη σκέψη σου. Οι έρευνες του δρα Μπρους Λίπτον δείχνουν ότι αλλάζοντας την αντίληψή σου, το μυαλό σου μπορεί να αλλάξει τη δραστηριότητα των γονιδίων σου και να δημιουργήσει πάνω από 30.000 ποικιλίες προϊόντων από κάθε γονίδιο. Επειδή τα προγράμματα των γονιδίων βρίσκονται στον πυρήνα των κυττάρων, μπορεί κανείς να ξαναγράψει αυτά τα γενετικά προγράμματα αλλάζοντας την χημεία του αίματος. Με απλά λόγια, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο που σκεπτόμαστε, αν θέλουμε να θεραπεύσουμε τον καρκίνο. Ο ρόλος του μυαλού, λέει ο καθηγητής Λίπτον, «είναι να δημιουργεί έναν συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις πεποιθήσεις μας και στην πραγματικότητα που βιώνουμε. Αυτό σημαίνει ότι το μυαλό σας θα προσαρμόσει τη βιολογία και τη συμπεριφορά του σώματος έτσι ώστε να ταιριάζει με τις πεποιθήσεις σας. Αν σας πουν ότι θα πεθάνετε σε έξι μήνες και το μυαλό σας το πιστέψει, το πιθανότερο είναι ότι θα πεθάνετε σε έξι μήνες. Αυτή η διαδικασία, που είναι το αποτέλεσμα μιας αρνητικής σκέψης, αποκαλείται “υποβολή nocebo”, και δρα αντίθετα από το placebo, όπου η θεραπεία γίνεται μέσω μιας θετικής σκέψης». Placebo (πλασίμπο) είναι το εικονικό φάρμακο που σε θεραπεύει επειδή έχεις πειστεί ότι θα σου κάνει καλό. Σύμφωνα με τον καθηγητή Λίπτον, αυτή η δυναμική οδηγεί σε ένα σύστημα που έχει τρία σκέλη: α) Το μέρος του εαυτού σας που δεν θέλει να πεθάνει (συνειδητός νους). β) Το κομμάτι του εαυτού σας που επειδή “κουρδίστηκε” από τη γνωμάτευση του γιατρού πιστεύει ότι θα πεθάνει (υποσυνείδητος νους, στον οποίο καταγράφηκε η γνωμάτευση) γ) Τις χημικές αντιδράσεις που παράγονται στο σώμα (μέσω της χημείας του εγκεφάλου), έτσι ώστε το σώμα να “συμμορφωθεί” με την πεποίθηση που έχει κυριαρχήσει, δηλαδή ότι θα πεθάνετε. Στο πιο πάνω σύστημα βλέπουμε ότι οι χημικές αντιδράσεις του σώματος υπακούουν στα κελεύσματα του υποσυνείδητου νου. Το ερώτημα που προκύπτει είναι: Τι γίνεται με το μέρος του εαυτού που αρνείται να πεθάνει, τον συνειδητό νου; Δεν επηρεάζει καθόλου τη χημεία του σώματος; Η απάντηση είναι «όχι». Αλλεπάλληλες έρευνες της νευροεπιστήμης έχουν δείξει ότι το υποσυνείδητο είναι πιο ισχυρό από τον συνειδητό νου και ελέγχει το 95% της ζωής μας. Με τα λόγια του δρα Λίπτον, «στο υποσυνείδητο βρίσκονται οι βαθύτερες και πιο στέρεες πεποιθήσεις μας. Είναι αυτές οι πεποιθήσεις που ρίχνουν την καθοριστική ψήφο». Σύμμορφη απειλή Το υποσυνείδητο (ή υποσυνείδητος νους) είναι το πιο αρχέγονο κομμάτι του εαυτού μας και παίζει βασικό ρόλο στις αποφάσεις που παίρνουμε με τον συνειδητό νου. Σύμφωνα με τον Γιουνγκ, το υποσυνείδητο είναι η μητέρα του συνειδητού. Το υποσυνείδητο είναι ένας χώρος με τη δική του αυτονομία, οργανωμένος με βάση τις αρχέγονες εικόνες που αποτελούν κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας, δηλαδή τα πρότυπα του συλλογικού ασυνείδητου. Επιπλέον εκεί καταγράφονται όλες οι απωθημένες οδυνηρές σκέψεις, συναισθήματα και παραστάσεις που για διάφορους λόγους δεν συγκεντρώνουν την προσοχή του συνειδητού, επηρεάζουν ωστόσο την ατομική δραστηριότητα του κάθε ανθρώπου. Το υποσυνείδητο επομένως έχει μεγάλη δύναμη και εκεί καταγράφονται όλες οι πληροφορίες και οι παραστάσεις που έχουμε μέχρι την ηλικία των έξι ετών. Μέχρι την ηλικία αυτή προγραμματίζεσαι, λέει ο καθηγητής Λίπτον. Ο συνειδητός νους, που λειτουργεί σαν φίλτρο, δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί∙ δεν υπάρχει κριτική σκέψη, επομένως δεχόμαστε και καταγράφουμε, δίχως καμιά αντίσταση ή επεξεργασία, οτιδήποτε συμβαίνει στο περιβάλλον. Αν για παράδειγμα κάποιο πρεσβύτερο μέλος της οικογένειάς μας παρουσιάσει ένα πρόβλημα υγείας (π.χ. διαβήτη, καρκίνο, Αλτσχάιμερ) αυτό καταγράφεται στο υποσυνείδητό μας, με αποτέλεσμα να πιστεύουμε ότι σε ανάλογη ηλικία θα εμφανίσουμε κι εμείς, λόγω κληρονομικότητας, παρόμοια ασθένεια. Τέτοιες καταγραφές αποτελούν σύμμορφες απειλές και δρουν σαν ωρολογιακή βόμβα, απειλώντας να ανατινάξουν στον αέρα την υγεία του σώματος. Η κληρονομικότητα δεν ισχύει Όπως εξηγεί ο δρ. Λίπτον, ανάλογα με το πώς είναι προγραμματισμένος ο υποσυνείδητος νους, θα αντιδράσουν τα γονίδια που ελέγχουν την υγεία του σώματος. Όταν ήταν καθηγητής, ο δρ. Λίπτον δίδασκε στους φοιτητές του την κλασική θέση της βιολογίας, ότι δηλαδή οι παράγοντες που εξασφαλίζουν την κληρονομικότητα είναι τα χρωμοσώματα, αλλά προπάντων τα γονίδια. Την εποχή εκείνη έκανε έρευνες πάνω στην ανάπτυξη των μυϊκών κυττάρων στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ. Σε ένα πείραμα κλωνοποίησης που έκανε, παρατήρησε πως όταν τα γονίδια εκτίθονταν σε διαφορετικό περιβάλλον, άλλαζαν συμπεριφορά και εκείνα που επρόκειτο να δημιουργήσουν μυς έδιναν οστά, εκείνα που επρόκειτο να δημιουργήσουν οστά έδιναν λιπώδη ιστό κ.ο.κ. Συνειδητοποίησε τότε πως τα γονίδια δεν είναι προγραμματισμένα in vitro, αλλά in vivo και πιο συγκεκριμένα in vivo mutagenesis, αλληλεπιδρώντας με το περιβάλλον και αντλώντας πληροφορίες από αυτό. Ανέπτυξε τότε τη θέση ότι δεν ελέγχουν τα γονίδια τα κύτταρα, μέσα στα οποία βρίσκονται, και κατ’ επέκταση την υγεία, αλλά το περιβάλλον και η αντίληψη που σχηματίζει ο νους. «Όταν πιστεύεις ότι τα γονίδια κυβερνούν τα πάντα στη ζωή, τότε γίνεσαι θύμα τους. Γίνεσαι θύμα της κληρονομικότητάς σου», λέει ο δρ. Λίπτον και συνεχίζει: Όταν πάρεις υγιή κύτταρα και τα βάλεις σε ένα άρρωστο περιβάλλον, τότε τα κύτταρα θα αρρωστήσουν. Για να τα θεραπεύσεις δεν τους χορηγείς φάρμακα, αλλά τα μεταφέρεις σε ένα υγιές περιβάλλον και τότε θεραπεύονται Απόδραση από το κατεστημένο Όταν ανακοίνωσε τα συμπεράσματα των ερευνών του στους συναδέλφους του καθηγητές, εκείνοι αρνήθηκαν να τα δεχτούν, λέγοντας πως ανατρέπουν την καθιερωμένη αντίληψη που επικρατεί στους χώρους της βιολογίας. Τότε ο δρ. Λίπτον παραιτήθηκε από τη θέση του και συνέχισε ως ανεξάρτητος επιστήμονας. Ο δρ. Μπρους Λίπτον (Bruce Lipton) σπούδασε βιολογία στα Πανεπιστήμια του Λονγκ Άιλαντ (1966) και της Βιρτζίνια (1971). Το 1973 έγινε βοηθός καθηγητή στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Ουισκόνσιν. Από το 1987 έως το 1992, συμμετείχε σε έρευνες στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνιας και στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Από το 1993 είναι επισκέπτης καθηγητής σε διάφορα πανεπιστήμια. Οι δημοσιεύσεις του αφορούν κυρίως την έρευνα για την ανάπτυξη των μυϊκών κυττάρων, ενώ είναι διεθνώς αναγνωρισμένος ως αυθεντία στον τομέα των βλαστοκυττάρων. Από τα έργα του ξεχωρίζει το διεθνές best seller “Η βιολογία της πίστης” (The Biology of Belief), για το οποίο έλαβε το 2009 το Βραβείο Ειρήνης του GOI Peace Foundation. Στο βιβλίο αυτό πραγματεύεται την επίδραση που έχουν στο σώμα τα συναισθήματα της αγάπης και του φόβου.

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΕΙΑ ΤΩΝ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΝ

Η ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΝ Όταν ο Muzafer Sherif, εκ των ιδρυτών της κοινωνικής ψυχολογίας διεξήγαγε το πείραμα Robbers Cave το 1954 γεννώντας τη ρεαλιστική θεωρία των συγκρούσεων, διαπίστωσε μεταξύ άλλων κάτι που ο αρχαίος Αθηναίος νομοθέτης γνώριζε καλά. Όταν μέσα σε μια κοινωνία δημιουργούνται διαφορετικές ομάδες με κοινούς στόχους, γρήγορα υιοθετούνται νοοτροπίες και δράσεις που οδηγούν σε συγκρούσεις και καταλήγουν να είναι ζημιογόνες για το κοινωνικό σύνολο. Όλα αυτά γιατί ο άνθρωπος αρέσκεται να ανήκει σε ομάδες και αν μπορεί να βαφτίσει μια άλλη ομάδα ως αντίπαλη, θα το κάνει. Και μετά θα ξεκινήσει πόλεμο. Αυτό, είναι εύλογο πως θα συμβαίνει πάντα όταν δύο ομάδες έχουν κοινό στόχο. Ε λοιπόν, στην αρχαία Αθήνα όσο κι αν φαίνεται περίεργο απαγορευόταν η δημιουργία οργανώσεων που θα στόχευαν στην κατάληψη της εξουσίας. Πως ονομάζουμε σήμερα αυτές τις οργανώσεις; Κόμματα! Από που προέρχεται η λέξη; Μα φυσικά από το κομμάτι. Κομματιάζουν την κοινωνία τα πολιτικά κόμματα. Στην αρχαία Αθήνα απαγορευόταν η δημιουργία τους. Και η αιτία ήταν τα όσα διαπίστωσε ο ερευνητής της ψυχολογίας δυόμιση χιλιάδες χρόνια μετά. Ας σημειωθεί πως τότε ήταν απόλυτα ελεύθεροι οι πολίτες να εκφράζουν ίδιες απόψεις. Γνωρίζουμε τους αριστοκρατικούς και τους δημοκρατικούς. Όμως δεν επιτρεπόταν η οποιαδήποτε οργάνωση σε ομάδες κάτω από ιδεολογικές σημαίες. Στις "δημοκρατικές" σύγχρονες ημέρες, η δημοκρατία έβαλε φίδια στον κόρφο της τα κόμματα, επιτρέποντας τη λειτουργία πανίσχυρων μηχανών κοινωνικής αδικίας. Οι μηχανισμοί αυτοί βαφτίζονται "θεμέλιο της δημοκρατίας". Όσοι υπάγονται σε αυτά τα ονομάζουν παρατάξεις και χρησιμοποιούν σημαίες, ενώ όλα αυτά δε σταματούν στη μάχη της κάλπης. Φυσικά τα κόμματα έχουν αρχηγούς και στρατιώτες στην πρώτη γραμμή. Τέτοιοι δηλώνουν πως θα παραμείνουν όσοι αποχωρούν τυπικά αλλά εξακολουθούν να πιστεύουν στην ιδεολογία που αυτά εκφράζουν. Το ότι οι προηγούμενες κόκκινες λέξεις παραπέμπουν σε πόλεμο, είναι προφανές και καθόλου σύμπτωση δεν είναι.

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

ΚΒΑΝΤΙΚΟ ΑΛΜΑ

Το κβαντικό άλμα της συνείδησης και το φαινόμενο του 100ου πιθήκου Τι σχέση μπορεί να έχει το polar ή axial shift της γης, το μαγνητικό πεδίο της, η μουσική των σφαιρών του Πυθαγόρα, η κοσμική ακτινοβολία του σύμπαντος, οι ηλιακές καταιγίδες και οι Αλχημιστές με την εξέλιξη της ανθρώπινης συνείδησης; Που αναφέρεται το κβαντικό άλμα της (υπερ?)συνείδησης; Σχεδόν όλοι είναι εξοικειωμένοι με την εικόνα των ατόμων. Νουκλεόνια στο πυρήνα και ηλεκτρόνια σε στοιβάδες στην περιφέρεια. Μιλάμε για άτομα και τα υποατομικά σωματίδια τους, και όπως θα αναφερθεί πλείστες φορές από το αυτό βήμα σημειώνουμε τη σχέση τους με τον χρόνο. Τα φωτόνιο είναι το πρώτο τόσο λεπτοφυές σωμάτιο που αρχίζει να συμπεριφέρεται πέρα από κύμα και σαν την ύλη της φυσικής μας επιστήμης. Και το αναφέρουμε αυτό γιατί πρέπει να υπάρξει ύλη για να υπάρξει βαρυτικό πεδίο και άρα βαρύτητα, κίνηση, χρόνος κλπ. Φωτόνια και ηλεκτρόνια είναι της ίδιας τάξης. Αυτό σημαίνει ότι πιο λεπτοφυή σωμάτια από αυτά που αναφέρουμε δεν έχουν καμιά αίσθηση του χρόνου και μπορούν να «κινηθούν» τόσο προς το μέλλον όσο και προς το παρελθόν. Τα ηλεκτρόνια λοιπόν, βρισκόμενα στο κατώφλι της αρχής το χρόνου δεν πραγματοποιούν σταθερές κινήσεις γύρω από τον πυρήνα του ατόμου αλλά εμφανίζονται και εξαφανίζονται στις διάφορες θέσεις φτιάχνοντας ένα οριοθετημένο νέφος της κίνησης τους για τον παρατηρητή. Είναι τόσο μεγάλες οι συχνότητες δλδ που ουσιαστικά είναι αδύνατο να παρατηρήσει κάποιος μία σταθερή τροχιά. Έστω τώρα ότι τροφοδοτείται το ηλεκτρόνιο με περίσσεια ενέργεια. Με το που θα την απορροφήσει θα εμφανιστεί σε μία από τις επόμενες στοιβάδες του ατόμου. Προσέξτε. Δεν θα μεταφερθεί. Ούτε θα εκτροχιαστεί. Θα εξαφανιστεί από την μία στοιβάδα και θα εμφανιστεί στην άλλη δίχως να περάσει διαμέσου του χώρου που ορίζουν αυτές. Αυτό το φαινόμενο ονομάζεται κβαντικό άλμα. Ίσως και να περιγράφουμε την τάξη του απειροστού διαστήματος επιτρεπτής κίνησης. Ίσως και την τάξη του απειροστού χρόνου. Και λες και αυτό δεν φτάνει να μας σαστίσει η επιστήμη έχει ήδη παραδεχτεί την αδυναμία της να υπολογίσει πότε ακριβώς θα γίνει το άλμα, και που ακριβώς θα εμφανιστεί το ηλεκτρόνιο. Υπάρχει μία σχετική πιθανότητα εκτίμησης μέσω της κυματικής εξίσωσης του Σρέντιγκερ. Πιθανότητα λέμε, για να καταστεί φανερό πως από την δεξαμενή πιθανοτήτων είναι που δημιουργείται κάθε στιγμή η «πραγματικότητα» της υλο-ενέργειας όπως την ζούμε στο εντροπιακό σύμπαν. Μιλάμε για υπερθέσεις απείρων καταστάσεων που αδυνατεί να καταγράψει η πεπερασμένη δυνατότητα αντίληψης. Και συγκρατεί μία εικόνα απλά. Τη θέση λόγου χάριν του ηλεκτρονίου που όπως είπαμε δεν έχει θέση. Εκνευριστικό δε βρίσκετε; Όσο εκνευριστικό είναι να μην γνωρίζεις αν η γάτα είναι ζωντανή ή είναι νεκρή ,στο γνωστό πείραμα το προ-αναφερόμενου, που ούτως ή άλλως σαν πείραμα ήταν μία αναγωγή του υπαρξιακού προβλήματος του ανθρώπου. Να ζει κανείς ή να μην ζει. Μήπως είμαι ήδη νεκρός και δεν το ξέρω; Τι είναι ζωή. Τι ύπαρξη. Άντε πάλι. Ομολογουμένως πολύ συχνά έρχομαι σε αντιπαράθεση με σχήματα της παραδοσιακής σκέψης. Η εξέλιξη όμως μιας δομής έχει πάντοτε ανάγκη την σύγκριση με την προηγούμενη κατάστασή της. Και την ρήξη με αυτήν ή την αξιοποίηση της. (Αλλά και η ρήξη με μία ιδέα, αξιοποίηση της δεν είναι; ) Οι αλχημιστές το γνώριζαν αυτό. Γνώριζαν ότι το μέλλον υπάρχει όσο υπάρχει παρελθόν. Οπότε το ενδιαφέρον τους ήταν να μεταστοιχειώσουν τις υπάρχουσες δομές της ουσίας. Να μετουσιώσουν μνήμες. Είτε αλληγορικά, είτε κυριολεκτικά. Δεν γίνεται να κάνεις απλά ένα hard reset και να είσαι εσύ ξανά. Δεν υπάρχει hard reset στη φύση –άσχετο αν αυτή έχει βρει τρόπους να κάνει τοπικές επανεκκινήσεις με τίποτε κατακλυσμούς – ή soft συνειδησιακά reset με μετεμψυχώσεις, μετενσαρκώσεις, νερά της λήθης και λοιπές ανθρωποκεντρικές θεωρίες (και αυτές οι αναφορές ένας τύπος μετάλλαξης-κβαντικού άλματος είναι. Και η μετάλλαξη μία τυχαία μετατροπή σε ένα συστατικό του γονιδιώματος δεν είναι;) Το θέμα είναι ότι κάποια δομή κρατιέται πάντα. Έστω και ως πιθανότητα. Και αυτά τα λέγω γιατί συμμερίζομαι την πεποίθεση που έχει αναπτύξει (όχι καθολική) η ανθρώπινη παραδοσιακή σκέψη είτε χρησιμοποιώντας την θεουργία, είτε την φιλοσοφία (Μαρξ) είτε ότι άλλο θέλετε για το ότι το γίγνεσθαι εκφράζεται πιο σωστά από την εικόνα του σπειράματος και όχι μιας κυκλικής και αιώνιας επιστροφής των ίδιων ιδιοτήτων. Δεν υπάρχει επανακύκλιση της ιστορίας δηλαδή. Τώρα εάν στην εικόνα του σπειράματος η εξέλιξη είναι προς τα πάνω ή κάτω, αυτό από μόνο του το ερώτημα βαραίνει ειδικά το κομμάτι της εσωτερικής σκέψης στην οποία αναφερόμαστε (βλέπε χριστιανο-ορθόδοξες ερμηνείες της Αποκάλυψης, θεοσοφιστές κλπ). Άλλοι μιλούν για κάθοδο που ουσιαστικά ισοδυναμεί με άνοδο άλλη για άνοδο που ισοδυναμεί με κάθοδο. Πιάσε το αυγό του Κολόμβου και κούρευτο. Είναι λάθος το ερώτημα. Άκυρη προσέγγιση καθώς ως είπαμε οι στιβάδες του ατόμου δεν έχουν πάνω και κάτω. Μπορείς να μιλήσεις μόνο για ενέργεια. Δίνω ενέργεια στο ηλεκτρόνιο και πηδά σε μεγαλύτερη στοιβάδα. Του παίρνω και εκπέμπει ένα φωτόνιο. Άσε που η ακτίνα της σπείρας έχει «τοπική» ταχύτητα. Αλλά τις σας λέω τώρα, ε; Το θέμα μας εδώ είναι τα κβαντικά άλματα της ανθρωπότητας και ότι αυτά δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά στη βάση μίας κυκλικής πορείας και στην βάση όλων των ερωτημάτων που θέσαμε στην αρχή και των πνευματικών φαινομένων που τα συνοδεύουν. Αν εξετάσουμε παραδείγματος χάριν την ιστορία, παρατηρούμε ότι οι εξελίξεις είναι όλο και πιο ραγδαίες –να η ταχύτητα που σας έλεγα, λόγω της συσσώρευσης μνήμης-. Υπάρχει μία συγκεκριμένη ορμή, και η εξέλιξη λόγω αδράνειας την ακολουθεί. Ας παρατηρήσουμε ας πούμε την εξέλιξη των πληθυσμών σε βιολογικό, ανθρωπολογικό και πολιτισμικό επίπεδο. Κάποια δισεκατομμύρια χρόνια για να σχηματιστεί ζωή. Κάποια εκατομμύρια για να διαμορφωθούν τα ανθρωποειδή. Μία εκατοστή χρόνια για την ανθρωπότητα. Δέκα χιλιάρικα για γεωργία, μερικές εκατοντάδες για επιστημονική επανάσταση, και καμιά δύο αιώνες για την βιομηχανική. Μιλάμε για σύμπτυξη του εξελικτικού χρόνου σε σημείο που μπορεί να γίνει παρατηρήσιμος στη διάρκεια της ζωής μας. (Και αυτό γιατί απλά περιορίζουμε τηλεσκοπικά την εικόνα που παρατηρούμε.) Είναι αρκετό αυτό για να δείξει πως οι «κύκλοι των εποχών» που απολαμβάνουν γενικότερα μέγιστης θεοφιλοσοφικής σημασίας είναι απλά τρικ των Ινδών, Πέρσων, Αιγυπτίων, Ελλήνων, Σύγχρονων, Δυτικών, Τεκτόνων, Ολυμπιακών, Πασοκ-τσήδων και ταλιμπάν για να αναπαράγουν τον φαύλο κύκλο της εξουσίας τους. Είτε αυτή είναι το παπαδαριό τους είτε τα έδρανα ή η εξέδρα τους. Είναι απόκρυψη της πραγματικότητας πως ο άνθρωπος αν αλληλεπιδράσει με ενέργειες στο περιβάλλον του υπάρχει πιθανότητα να κάνει το κβαντικό άλμα. Όσον αφορά την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον λοιπόν. Την λεγόμενη συχνότητα Schumann την ξέρετε; Είναι η συχνότητα της ιονόσφαιρας και της γήινης επιφάνειας. Είναι περίπου 10Ηz και πρακτικά η συχνότητα αντιστοίχησης της γης, εκεί δλδ που ξεκινά ο κραδασμός της. Όλοι οι κεραυνοί (ενεργειακές εκκενώσεις μεταξύ επιφανείας της γης και ιονόσφαιρας) που διαπερνούν το κομμάτι αυτό του χώρου που περιγράφουμε δημιουργούν τεράστια στάσιμα κύματα, τα οποία όμως επηρεάζουν τόσο τα θηλαστικά όσο και των άνθρωπο. Πως γίνεται αυτό: Μα η συχνότητα των θηλαστικών είναι πολύ κοντά! Η απόσταση είναι τόσο μικρή που εμφανίζεται φαινόμενο διαπασώντος. Είναι κάτι κάτω από 8Hz . Πολύ πιθανό και ο άνθρωπος κάποτε να είχε συνείδηση τέτοιας συχνότητας. Σήμερα αυτή η συχνότητα αντιστοιχεί περίπου στην κατάσταση του συνειδητού ονειρέματος. Ή τουλάχιστον του μισοκοιμισμένου / μισοξυπνημένου εγκέφαλου. Εδώ αξίζει να επεκταθούμε. Η γη εμφανίζεται να συμμετέχει σε ένα τεράστιο αριθμό κινήσεων. Αυτές που έχουν παρατηρηθεί είναι πάνω από 24. Αυτό το γεγονός αυτομάτως της προσδίδει και την δική της ιδιοσυχνότητα, τις δικές της αρμονικές και λοιπά. Να η μουσική των σφαιρών του Πυθαγόρα. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που πολλοί λαοί στο παρελθόν μιλούσαν για το «μαγικό τραγούδι» της γης και θεωρούσαν τον εαυτό τους κομμάτι της γαίας. Σαφώς και είναι .Και μάλιστα η εξέλιξη του προσαρμόστηκε στις φυσικές προδιαγραφές του περιβάλλοντος του. Οι ηλιακές εκρήξεις για παράδειγμα εκπέμπουν ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία σε ακτίνες Χ και γάμα. Η ακτινοβολία Χ ιονίζει περισσότερο την ιονόσφαιρα για την οποία μιλούσαμε πριν, και αλλάζει τις συνθήκες διάδοσης της ανάκλασης της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας σε αυτήν. Έχετε υπόψη πόσες πολιτισμικές, θεολογικές κλπ κρίσεις έχουν γίνει σε περιόδους μεγάλων ηλιακών καταιγίδων; Πολλές. Ξέρετε πως το Stanford Institute και η CIA έχουν ασχοληθεί επιμελώς για το πώς επηρεάζει το μαγνητικό πεδίο της γης της ανθρώπινη συνείδηση; Μετά από αυτό δεν μου ακούγεται και τόσο περίεργο που οι Δρυίδες μίλαγαν για το κύκλο του Φοίνικα που σχετιζόταν με τη περιοδική ελάττωση του μαγνητικού πεδίου της γης. Ο Φοίνικας λεγόταν ότι κρύβει καταστροφή και αναγέννηση. Όταν το μαγνητικό πεδίο της γης βρεθεί σε μηδενική τιμή τότε αυτή μένει απροστάτευτη στις κοσμικές ακτινοβολίες. Πολλές καταστροφές του παρελθόντος θα εξηγηθούν από τη μέγιστη επίδραση του Ήλιου, της σελήνης και των ζωδιακών άστρων σε τέτοιες στιγμές! Με τις μεταβολές το μαγνητικού πεδίου σχετίζεται και η λεγόμενη μετάπτωση ή αντιστροφή του άξονα της γης ή των πόλων (polar και axial shift - και μάλλον ομιλούμε για μετατόπιση-). Πέρα από τις όποιες καταστροφές που αυτές συνοδεύουν παρατηρήθηκαν στην ανθρωπότητα και συνειδησιακά άλματα. Επιπρόσθετα αναφέρεται ότι Ρώσοι και Αμερικάνοι της ψυχοτρονικής επιστήμης έχουν επιβεβαιώσει πως ο μαγνητισμός επηρεάζει της ψυχικές ικανότητες (psychic powers) του ανθρώπου. Και όπως δεχόμαστε ότι ο άνθρωπος συμμετέχει στην ιδιοσυχνότητα της γης και επηρεάζεται από αυτήν, έτσι κάλλιστα μπορούμε να δεχτούμε την ανάποδη πορεία. Είναι γνωστή η ιδέα πολλών σαμανικών λαών, που θεωρούσαν συνειδητά το εγώ τους μέρος της φύσης και εφάρμοζαν τελετουργικά όχι για να την υποτάξουν αλλά για να την επηρεάσουν. Τα άλφα ή θήτα παραγόμενα κύματα του εγκεφάλου σε κατάσταση trance δηλαδή μπορούν ενδεχομένως και να έρχονται σε συνάφεια με τον υπάρχοντα φυσικό ηλεκτρομαγνητισμό του περιβάλλοντος. Υπάρχει μία συνεχής λοιπόν αλληλεπίδραση μεταξύ του ανθρώπου και του περιβάλλοντος που του επιτρέπει να προσλαμβάνει ή να ελευθερώνει ενέργεια, να δημιουργεί αρχέτυπα και να ορίζει την συνείδηση του. Το πρώτο συνειδησιακό άλμα της ανθρώπινης ιστορίας είναι η μετάβαση από τις κατ’ εξοχήν μητριαρχικές σαμανικές,κοινοκτημοσυνοκεντρικές κοινωνίες που αναφέραμε, σε αυτές που ο άνθρωπος επικαλείται την ελευθερία της θελήσεως του. Σε αυτές που πλέον αρχίζει να αναφέρεται στο εγώ του. «Εγώ ειμί». Εγώ είμαι. Αυτό το άλμα λένε ότι συνέχισε να λαμβάνει χώρα κι εκεί γύρω στα χρόνια του Ομήρου (ξεκίνησε ας πούμε χοντρικά την εποχή των Διδύμων ως αυγή της ιστορίας αλλά και ως "πτώση"), όπου παρατηρήθηκε και αναστροφή των μαγνητικών πόλων. (Ενδείξεις για αναστροφή υπάρχουν και για πριν περίπου 350 χιλιάδες χρόνια με την εμφάνιση του sapiens και πριν 30 με την εμφάνιση των πρώτων σπηλαιογραφιών.) Διόλου τυχαία λοιπόν η εποχή που ο Οδυσσέας πραγματοποιεί ένα από τα πρώτα καταγεγραμμένα μυητικά ταξίδια αυτογνωσίας. Ο συντελεστής του «εδώ» και του «τώρα» στην κατάθεση «εγώ είμαι» είναι που ενεργοποίησε την συνείδηση εγρηγόρσεως και αύξησε την συχνότητα του ανθρώπινου εγκεφάλου σε σχέση με αυτή των άλλων θηλαστικών. Στην πραγματικότητα βέβαια ακόμη και στην σύγχρονη ζωή είναι πολύ δύσκολο να είμαστε «παρόντες» δεδομένου ότι ζούμε σε κόσμο που περνά μέσα από ερμηνευτικά φίλτρα. Το βασικό πλαίσιο του νου μας είναι εκείνο το παρατηρητή. Είμαστε θεατές ενός έργου και όπως ο Ντοστογιέφκσι πρέπει να στηθούμε μπροστά σε κάποιο εκτελεστικό απόσπασμα ώστε να ξυπνήσουμε στην παρούσα πραγματικότητα, να αποκτήσουμε επίγνωση του εαυτού και να κάνουμε το προαναφερόμενο κβαντικό άλμα. Εδώ θυμάμαι τα λόγια του ερευνητή Schvaller De Lubits σε συζήτηση του για την αλχημεία. «Η μεταστοιχείωση της ύλης σε πνεύμα ή αλχημεία –της οποίας η μεταστοιχείωση βασικών μετάλλων σε χρυσάφι είναι υποπροιόν- εξαρτάται από αυτή τη ‘στιγμή δύναμης’ του να είμαστε δηλαδή πλήρως παρόντες στην παρούσα στιγμή.» Και για να δώσουμε μερικές ακόμη αναφορές του πως επηρεάστηκε η ανθρώπινη ιστορία από τις συνθήκες του περιβάλλοντος: Η γαλλική επανάσταση του 1789, η γερμανική του 1848 και η Οκτωβριανή της Ρωσίας του 1917 έγιναν όλες σε περιόδους μεγάλων αυξομειώσεων στο μαγνητικό πεδίο της γης, που προήλθαν από ηλιακές καταιγίδες (Armin Grafe, Hans W. Wendt). Η βιομαγνητική σάμπως δεν κοιτάζει πώς κάποια μαγνητικά πεδία μπορούν επιδρούν σε ψυχικές καταστάσεις; Αλλάζει 0.1% η ένταση της θερμότητας σε ένα κομμάτι της επιφάνειας του ηλίου ελεώ καταιγίδας, και σε περιοχές με χαμηλό γεω-μαγνητική ασφάλεια –όπως η μέση ανατολή- εμφανίζεται έστω και σαν πιθανότητα η κρίση. Ας προσθέσουμε εδώ άλλη μία εικόνα άξια αναφοράς στο παζλ μας που αναφέρεται και αυτή στα άλματα της συλλογικής συνείδησης: Το φαινόμενο του 100ου πιθήκου. Το λεγόμενο φαινόμενο του 100ου πιθήκου έχει να κάνει με ένα ξαφνικό, αυθόρμητο άλμα συνείδησης, το οποίο επιτυγχάνεται όταν ξεπεραστεί ένα συγκεκριμένο σημείο καμπής, που αναφέρεται αλλιώς και ως κρίσιμο σημείο. Η ιδέα του φαινομένου του εκατοστού πιθήκου προέρχεται από τον Δρ. Lyall Watson στο βιβλίο του Lifetide (Παλίρροια της ζωής) (1979) στο οποίο περιγράφεται ένα πείραμα που έλαβε χώρα στη Ιαπωνία το 52. Αντιγράφω από κάπου : «Οι επιστήμονες παρακολουθούσαν τη συμπεριφορά πιθήκων που ζούσαν εκεί. Κάποια στιγμή έδωσαν στους πιθήκους ως τροφή γλυκοπατάτες γεμάτες λάσπες. Εκείνοι ανταποκρίθηκαν με χαρά αφού τους άρεσε πολύ η γεύση της γλυκοπατάτας αλλά όχι το χώμα. Ένα μικρό όμως θηλυκό πιθηκάκι δοκίμασε και έπλυνε στη θάλασσα τη γλυκοπατάτα της και την έφαγε πολύ πιο ευχάριστα. Αυτό το δίδαξε στη μητέρα της και στις φίλες της και σιγά-σιγά από το 1952 έως το 1958 σχεδόν όλοι οι πίθηκοι στο νησί είχαν μάθει πώς να ξεπλένουν τις γλυκοπατάτες προτού τις φάνε. Βέβαια οι επιστήμονες δεν ήξεραν τον ακριβή αριθμό των πιθήκων που γνώριζαν αυτή τη διαδικασία και υπέθεσαν πως ήταν 99. Μόλις λοιπόν και ο εκατοστός πίθηκος έμαθε πώς να ξεπλένει τη γλυκοπατάτα του προτού τη φάει, τότε συνέβη ένα μεγάλο άνοιγμα συνείδησης. Παρατήρησαν λοιπόν οι επιστήμονες πως πίθηκοι σε άλλα μέρη του κόσμου, μίλια μακριά από το συγκεκριμένο νησί των πιθήκων στο οποίο γινόταν το πείραμα, αυτόματα άρχιζαν να καθαρίζουν τις γλυκοπατάτες τους, ενώ μέχρι τότε δεν το έκαναν. Το συμβάν αυτό ονομάστηκε « ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΟΥ 100ου ΠΙΘΗΚΟΥ». Μπορεί οι επιστήμονες να μην γνώριζαν τότε τον ακριβή αριθμό των πρώτων πιθήκων πως οδήγησαν το είδος τους σε αυτή τη συνειδησιακή αλλαγή και να υπέθεσαν πως ήταν 100, ωστόσο αναγνώρισαν την ύπαρξη αυτής της φυσικής αλήθειας του συντονισμού συγκεκριμένου αριθμού ατόμων που μπορεί να οδηγήσει σε συνειδησιακά άλματα. Ύστερα από αυτό λοιπόν το πείραμα οι επιστήμονες συμπέραναν πως όταν λίγοι άνθρωποι ανακαλύπτουν κάτι νέο αλλά δεν το διαδίδουν προς τα έξω, αυτή η γνώση μένει στον κύκλο των λίγων. Όταν όμως αρχίζει να αυξάνει ο αριθμός των ανθρώπων που γνωρίζουν και δημιουργηθεί ένα κρίσιμο πλήθος, τότε δημιουργείται μία δύναμη και η γνώση των λίγων γίνεται γνώση για όλους.» Υπάρχει μία παρόμοια αναφορά στο “Waking life” για ένα αντίστοιχο πείραμα που έγινε σε ανθρώπους και αφορούσε σταυρόλεξα. Έδιναν λέει σε μία ομάδα ανθρώπων να λύσει σταυρόλεξα άλυτα κάθε μέρα και είχε ένα σταθερό ποσοστό ευστοχίας Χ. Όταν μία μέρα τους δώσανε ένα σταυρόλεξο που είχε δημοσιευτεί την προηγούμενη μέρα στον τύπο το ποσοστό τους πολλαπλασιάστηκε. Λέει κάτι αυτό για την συλλογική συνείδηση και μνήμη. Ο Καστοριάδης έχει δίκιο να αναφέρεται στην συλλογική δεξαμενή του κοινωνικού φαντασιακού από την οποία αντλεί η κοινωνία και ο άνθρωπος ώστε να προβάλλει και να δημιουργήσει. Υπάρχει μία φύση της ανθρωπότητας αόρατη αλλά καθόλα πραγματική. (Μήπως η πρόταση πολλών κοινωνιολόγων πως δεν νοείται άτομο δίχως κοινωνία και το ανάποδο δεν είναι φιλοσοφική σοφιστεία αλλά φυσική πραγματικότητα;) Κλείνοντας, θα μπορούσε κάποιος να κάνει σχόλιο πάνω στο γεγονός ότι η γη εμφανίζεται να ανεβάζει συχνότητα, τόσο λόγω των κλιματικών αλλαγών, όσο και του ότι κινούμενη στη αστρική της γειτονιά και αλλάζοντας η σχετική της θέση-γωνία λόγω της μετάπτωσης των ισημεριών, αλλάζει η κοσμική ακτινοβολία που δέχεται. Θα μπορούσε επίσης να γίνει ακόμη ένα πιο ειδικό σχόλιο που συσχετίζει την επιτάχυνση του χρόνου που επιφέρουν τα προαναφερόμενα με αυτό που αναφέρθηκε λίγο νωρίτερα ως σύμπτυξη του εξελικτικού χρόνου. Αρκούν όμως αυτά ως προστάδιο ενός κβαντικού άλματος; Αρκούν ως συνθήκες για την ανάδυση της ανθρωπότητας της νέας εποχής με την δικτυωμένη ευφυΐα στο επίπεδο της υπερσυνείδησης που ονειρεύονται κάποιοι; Αρκούν για την μετάλλαξη της ανθρωπότητας σε αυτήν τύπου Πνυκός; Η απάντηση είναι όχι. Όχι μέχρι να φτάσουμε τον 99ο τουλάχιστον.

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

ΟΜΑΔΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ

Διοργανώνονται ομαδικές συμβουλευτικές με άξονες τα θέματα:
1)Συζυγικές σχέσεις
2)Σχέσεις γονέων-παιδιών
3)Σημερινή κρίση και ανθρώπινες σχέσεις
4)Ο έρωτας σήμερα.
5)Εργασία και υποκειμενική αυτοδυναμία.
6)Προβλήματα τρίτης ηλικίας και πως αντικατοπτρίζονται στο σύγχρονο ζευγάρι.
7)Ανθρώπινες σχέσεις.
Πρόσκληση: Τα ομαδικά group οργανώνονται απογευματινές ώρες στο χώρο εργασίας μου, Καστοριάς 15 Ρόδος.

Τηλ επικοινωνίας :22410-63436/6936822080

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

ΑΛΗΘΕΙΑ-ΑΛΑΙΝ ΜΠΑΝΤΙΟΥ

ΑΛΑΙΝ ΜΠΑΝΤΙΟΥ

Ο φιλόσοφος της αλήθειας και του συμβάντος

Η υφαιρετικότητα της αλήθειας στον Α. Μπαντιού
Από τους Δημήτρη Βεργέτη, Φώτη Σιατίτσα, Εφη Γιαννοπούλου

Ο Α. Μπαντιού αναγορεύει την Αλήθεια σε κεντρική κατηγορία της φιλοσοφίας, κεντροθετεί τη φιλοσοφική πράξη στην εγχειρηματικότητά της και διακηρύσσει ότι υπάρχουν αλήθειες. Ο απόηχος κλασικών λακανικών θέσεων είναι αισθητός, δεδηλωμένα ενσωματωμένος σ' αυτή τη διακήρυξη.

Σε αντίθεση με τον Ντεριντά, ο Μπαντιού δεν αφουγκράζεται στη λακανική εκφορά της Αλήθειας τη φωνή της μεταφυσικής ως υποβολέα της, ούτε τον κατακλυσμιαίο απόηχο της χαϊντεγκεριανής διατύπωσής της - προφανώς γιατί δεν περιορίζεται στο corpus κειμένων όπου περιχαρακώνεται η αναλυτική του Ντεριντά.

Ως μαχητικός θεματοφύλακας του υπάρχειν των αληθειών, η φιλοσοφία του Μπαντιού βρίσκεται σε πόλεμο με τη σοφιστική συρρίκνωση της αλήθειας σε «συνθήκες, κανόνες, είδη του λόγου, γλωσσικά παίγνια». Αρνείται την αναγωγή της σε κρίση, σημάνσιμη ως αληθής ή ψευδής, καθυποταγμένη σε πρωτόκολλα επαληθευσιοκρατίας.

Η Αλήθεια δεν είναι επίσης ο δικαιοπάροχος της ερμηνείας της εμπειρίας. Η Αλήθεια είναι αλλεργική στην ερμηνευτική του νοήματος και στην υπερβατική οντο-θεολογική εγγυοδοσία του.

Αυτονόητα, ο Μπαντιού αντιτίθεται στον μυστικισμό της μυητικής πρόσβασης στην Αλήθεια και στην εν εκστάσει μέθεξη με τη μυσταγωγική έγκλησή της. Προτείνει την πλήρη εκκοσμίκευσή της.

Η φιλοσοφία είναι επίσης ο λογικός θεματοφύλακας της κατηγορίας της Αλήθειας. Και πρωτίστως της ιδιοτυπίας της. Αυτό που την εξειδικεύει είναι η κενότητά της. Η Αλήθεια δεν πληρούται με αντικειμενότροπα περιεχόμενα. Που σημαίνει ότι δεν ταυτίζεται με φράσεις αναφερόμενες σ' ένα αντικείμενο και συστατικές της γνώσης του. Η φιλοσοφία είναι απεξαντικειμενισμένη. Απεξαρτημένη από την έννοια του αντικειμένου και την αναφορική γνώση που αποσκοπεί να θηρεύσει τις ιδιότητές του. Δεν αποτελεί τον μαγνητικό βορρά μιας επιστημολογικής πυξίδας που υπαγορεύει τη γνωστική πρόσβαση στο αντικείμενο (objet) της γνώσης. Ο Μπαντιού υιοθετεί και προσεπικυρώνει τη λακανική διάζευξη ανάμεσα σε Αλήθεια και Γνώση, verite και savoir. Είναι αλήθεια ότι ελλείψει αυτής της οριοθεσίας πολλοί μαρξιστές στοχαστές αναλώθηκαν στη σύσταση μιας επιστημολογίας της γνώσης που θα λειτουργούσε ως ο Αλλος της εγγύησης, εκκοσμικευμένος καρτεσιανός Θεός των αληθειών. Οι αγγλοσάξονες με τον αμείλικτο λογικό θετικισμό τους, την επαληθευσιοκρατία τους και τις πολλαπλές παραφυάδες της, τα καταφέρνουν σαφώς καλύτερα.

Αυτό που προσέρχεται στο φιλόξενο κενό της Αλήθειας δεν είναι το νόημα της εμπειρίας, το υποκειμενικό αποτύπωμα της μυσταγωγικής επιφοίτησης ή κάτι που έχει υπόσταση αντικειμένου, αλλά η πολλαπλότητα των αληθειών. Για την ακρίβεια, εκεί διακηρύσσεται ότι «υπάρχουν αλήθειες» κι εκεί διατυπώνεται η ομότοπη συνδυνατότητά τους. Από τι υπαγορεύεται το αίτημα αποσαφήνισης της συνδυνατότητάς τους; Από την ετερογένεια των τόπων όπου κατανέμεται η πολλαπλότητά τους. Αυτοί οι τόποι στοιχειοθετούνται από τις λεγόμενες «γενολογικές διαδικασίες».

Ως γνωστόν, ο Μπαντιού διακρίνει τέσσερα είδη διαδικασιών που λειτουργούν ως μήτρες παραγωγής αληθειών. Αλήθειες παράγει η επιστήμη, η πολιτική, η τέχνη και ο έρωτας - ως διυποκειμενική επαλήθευση της διαφοράς των φύλων. Αποτελούν τους όρους, ή συνθήκες, της φιλοσοφίας, η πράξη της οποίας συνίσταται στη συν-λήψη τους.

Η επιτελεστική συναρμογή της Αλήθειας

Ως εγχείρημα η Αλήθεια προσφεύγει στη διπλή μήτιδα του επιχειρήματος και της οριοθεσίας. Κατά συνέπεια, η οικονομία του λόγου της δεν είναι μονοδιάστατη. Η επιχειρηματολογική συνιστώσα της δισκελούς στοιχείωσής της ευθυγραμμίζεται με το υπόδειγμα της σημαίνουσας αλυσίδας. Συναρμολογεί ορισμούς, συναγωγές, διαλεκτικές υπερβάσεις, αποδεικτικά τεχνάσματα και καθοδηγεί αυτή την παραγωγή επιχειρημάτων προς ένα είδος συμπερασματικής κεφαλοποίησης. Ο Μπαντιού παρατηρεί με ευθύτητα ότι η ρητορική της απόδειξης στο εσωτερικό της φιλοσοφίας ουδέποτε παρήγαγε ένα φιλοσοφικό θεώρημα. Το κεφάλαιο των συμπερασμάτων της παραμένει λευκό. Ο φιλοσοφικός λόγος και ο αποδεικτικός ζήλος της ρητορικής του δεν συναντούν τη γνώση παρά στον καθρέφτη της Μίμησης. Θα έλεγα ότι το φιλοσοφικό επιχείρημα είναι ένα «μίμημα», για να χρησιμοποιήσω τον στρατηγικό όρο του Λακού - Λαμπάρτ. Αυτή η μιμητική αφομοίωση του γνωστικού υποδείγματος προσδίδει στην επιχειρηματολογία του τη στίλβη μιας αξιοπιστίας που παραπλανά και συγκαλύπτει. Παράλληλα όμως συνιστά έμμεση ομολογία ότι δεν είναι παρά μια «μυθοπλασία γνώσης (fiction)». Επιστρατεύοντας μια υποβλητική και εύπλαστη λακανική κατηγορία, ο Μπαντιού δηλώνει συχνά ότι «η Αλήθεια είναι το μη εγνωσμένο αυτής της μυθοπλασίας». Εύκολα αφουγκράζεται κανείς στα παρασκήνια αυτής της φράσης ένα θεμελιώδες λακανικό αξίωμα σε ρόλο υποβολέα. «Η Αλήθεια έχει δομή μυθοπλασίας», συνήθιζε να επαναλαμβάνει ο Λακάν, και ο Μπαντιού, εμβριθής αναγνώστης του, κατασκευάζει τη φιλοσοφική κατηγορία της Αλήθειας ενσωματώνοντας στο λακανικό αξίωμα μία επιπλέον λακανική έννοια, το μη εγνωσμένο (l'in-su), που θεωρώ ότι συμπυκνώνει την ερμηνεία του αξιώματος. Η Αλήθεια έχει μεν δομή μυθοπλασίας, δεν συμπίπτει ωστόσο με τον μυθοπλαστικό ιστό. Για την ακρίβεια δεν ανήκει καν σ' αυτόν. Η Αλήθεια συμπίπτει με ό,τι εξαιρείται απ' αυτόν. Συμπίπτει με τα διάκενά του. Δεν είναι ένα σημαίνον ή ένας συνδυασμός σημαινόντων που ανήκει σ' αυτόν, αλλά το ίχνος μιας έκλειψης. Είναι το «μισό-λογο» (mi-dire) που η μυθοπλασία του σημαίνοντος αποτυγχάνει να αρθρώσει. Η Αλήθεια βέβαια δεν είναι άναρθρη, δεν είναι αφασική, γιατί μετέχει στη μυθοπλασία του σημαίνοντος, που η βαθμίδα του αποτελεί προϋπόθεσή της. Δεν είναι όμως δηλωτική ή εκ-δηλωτική. Δεν είναι εξισώσιμη με μια διαπίστωση, μια περιγραφή. Συμπίπτει με το μη εγνωσμένο μιας γνώσης που μορφοποιείται στην προστασιακή τοπική τού σημαίνοντος.

Με το άλλο σκέλος της εγχειρηματικότητάς της η Αλήθεια ισορροπεί, ακροβατώντας στο χείλος της μεταφοράς.

Επιστρατεύει την ποιητική των πειστικών εικόνων, τη συμβολική φαντασμαγορία, την υποβλητικότητα και την υπνωτιστική σαγήνη των μύθων για να διακόψει την αποδεικτική συνάρθρωση και την πειστική εμβέλεια των επιχειρημάτων, υπαινισσόμενη την Αλήθεια όχι ως το μη εγνωσμένο μιας συμπερασματικής αλληλουχίας αλλά ως το οριακό σημείο της. Με αυτή την ποιητική μήτιδα, «η Αλήθεια διακόπτει τη διαδοχή και ανακεφαλαιώνεται πέραν του εαυτού της», παρατηρεί ο Μπαντιού.

Ανασυνθέτοντας έναν θαύμασιο τίτλο κειμένου του Ντεριντά, η λευκή μυθολογία της μεταφοράς, θα έλεγα ότι η Αλήθεια δηλώνεται εδώ ως το εξοστρακισμένο ίχνος της στο λευκό περιθώριο της καλειδοσκοπικής σημαίνουσας μεταφοράς (ένας διάλογος Μπαντιού - Ντεριντά, μέσω κειμένων, θα ήταν άκρως ενδιαφέρων σ' αυτό το σημείο, ειδικά αν έμπαινε σφήνα το λακανικό ζεύγμα μετωνυμία - μεταφορά, όπου συνδιατάσσονται το συνεχές της διαδοχής και η διακόπτουσα υποκατάσταση, δηλαδή οι δύο αρχές σύνθεσης της σημαίνουσας αλυσίδας).

Αυτό το εγχειρηματικό σκέλος οδηγεί την Αλήθεια στο κατώφλι της τέχνης, όπου όμως προσέρχεται ως «καλλιτεχνική μυθοπλασία». Εδώ, η Αλήθεια δηλώνεται ως «το άρρητο αυτής της μυθοπλασίας».

Ως παράπλευρη επιβεβαίωση της θέσης του Μπαντιού ότι η σαγηνευτική παραγωγικότητα της φιλοσοφίας δεν μορφοποιεί έργα -αφού αυτό που προκύπτει είναι επίφαση έργου τέχνης- θα επικαλεστώ τον μακρινό πια απόηχο της επιθανάτιας εκμυστήρευσης του Φουκώ, ότι τα έργα του φάνταζαν στα μάτια του ως, καλλιτεχνικά θα έλεγα, «έργα επιστημονικής μυθοπλασίας», science fiction - αυτό δηλαδή που είθισται να αποκαλούμε επιστημονική φαντασία.

Η φιλοσοφία συνδυάζει λοιπόν το διπλό εφαλτήριο μιας γνωστικής και μιας καλλιτεχνικής μυθοπλασίας. Με τη μιμητική δυναμική της γνωστικής μυθοπλασίας συν-θέτει. Για την ακρίβεια, συν-θέτει στην κοίτη της μετωνυμίας, οδηγώντας το σημαίνον στις εκβολές του συμπεράσματος. Αξιοποιώντας τις επιφάσεις της καλλιτεχνικής μυθοπλασίας, μετα-θέτει στο υποβλητικό χείλος του μεταφορικού ρήγματος.

Μιμούμενη τα τεχνάσματα της Σοφιστικής και την ποιητική έμπνευση, ή το υπόδειγμα των Μαθηματικών και την έγκληση του έργου τέχνης, η Φιλοσοφία κατασκευάζει έναν δισκελή μηχανισμό, ένα είδος λαβίδας με την οποία συν-λαμβάνει και ομοθετεί τις ετερότοπα παραγόμενες αλήθειες, δηλαδή την ετερότοπη πολλαπλότητα των αληθειών που κυτταρώνονται στην τέχνη, στην πολιτική, στην επιστήμη, στον έρωτα.

Η έκφραση συνδυνατότητα επαναλαμβάνεται εμφατικά στα κείμενα του Μπαντιού μ' ένα στρατηγικό όσο και αινιγματικό εκτόπισμα. Η Αλήθεια είναι ο τόπος συνδυνατότητας των αληθειών, η μετα-τοπισμένη συστέγασή τους. Οι υπό σύν-λήψη αλήθειες πολιτογραφούνται σ' ένα απροκατάληπτο κατάστιχο, φιλόξενο στην εκτοπισμένη συνύπαρξή τους. Αυτό σημαίνει ότι εντάσσονται σ' ένα ιδιότυπο πεδίο που οριοθετείται ως πεδίο συγχρονικής ομοθεσίας, εκτός της ρευστότητας του χρόνου. Σημαίνει επίσης ότι αυτό που διακυβεύεται στο εγχείρημα της συνδυνατότητάς τους είναι η ενότητα της σκέψης - όχι της γνώσης.

Επιγραμματικά, το φιλοσοφικό εγχείρημα συνυφαίνει μια μυθοποπλασία γνώσης και μια καλλιτεχνική μυθοπλασία.

Η συγχρονική ομοθεσία των αληθειών αποτελεί ρήξη με τον ιστορικισμό. Η οξεία πολιτική αίσθηση της ιστορίας και της ιστορικότητας των επί μέρους γίγνεσθαι επέτρεψε στον Μπαντιού να χαράξει με ακριβοδίκαιη αδιαλλαξία τη γραμμή ενός ανοιχτού μετώπου απέναντι στον ιστορικισμό, και ειδικότερα απέναντι στην πιο επιφανή έκφρασή του, στο μνημειώδες έργο του Χέγκελ στο οποίο δεν έπαψε να απευθύνει διαφωτιστικές ενστάσεις. Γενικότερα, είναι δύσκολο να μην εγκωμιάσουμε τις λαμπρές αναλύσεις του για τον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιξε ο γερμανικός ρομαντισμός στον καθορισμό της τροχιάς πτώσης της σύγχρονης σκέψης στη δίνη του ιστορικισμού. Χάρη σ' ένα δευτερογενές πλεονέκτημα της ρήξης του με την αξιωματική του ιστορικισμού, η φιλοσοφική προβληματική του Μπαντιού αποδεικνύεται η πλέον κατάλληλα εξοπλισμένη για να αντιπαρατεθεί στον πρωτεϊκό και χαοτικό σχετικισμό του μεταμοντέρνου. Η γραμμή του μετώπου απέναντι στον ιστορικισμό τέμνεται σε πολλά σημεία με το μέτωπο εισβολής της μετανεωτερικότητας. Το μεταμοντέρνο πάντως δεν είναι τέκνο του ιστορικισμού, αλλά μια εκφυλισμένη εκδοχή του ιστορικιστικού σχετικισμού. Ο Μπαντιού δεν παύει να τονίζει μ' εγκωμιαστική παρρησία την καταλυτική συμβολή του Λακάν σ' αυτή την αντιπαράθεση, υπενθυμίζοντας τη μαχητική και πολυμέτωπη αντίστασή του τόσο στον σχετικισμό της Αλήθειας και στη συρρίκνωσή της σε μεταβλητή της δομής από τον στρουκτουραλισμό όσο και στη νιτσεϊκή υποβάθμισή της σε διακύβευμα ή παράμετρο των παιγνιδιών εξουσίας.

Η υφαιρετική ρήξη με την παρουσία

Σημειώσαμε ότι η Αλήθεια εγγράφεται στην προβληματική του Μπαντιού υπό καθεστώς εγχειρήματος. Τι συνεπάγεται αυτός ο τρόπος εγγραφής; Η απάντηση δεν είναι προφανής. Συνεπάγεται ότι η Αλήθεια δεν είναι εκκαλυπτική. Η Αλήθεια δεν είναι η θεατρική σκηνή της παρουσίας. Είναι ένας πραξιακός φορέας. Διόλου συμπτωματικά, η Αλήθεια διατηρεί εκλεκτικές συγγένειες με το κενό, όπως ήδη σημειώσαμε. Στο φιλοσοφικό σύστημα του Μπαντιού η Αλήθεια είναι μια κενή κατηγορίας. Η Αλήθεια δεν παρουσιάζει. Ο βαθμός μηδέν της παρουσίασης είναι το κενό, τυπολογίσιμο ως κενό σύνολο. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι αυτή η σύλληψη της Αλήθειας εγγράφεται στο επίκεντρο των φιλοσοφικών συζητήσεων που σημάδεψαν τη σκέψη του 20ού αιώνα, και ειδικότερα τέμνει συστηματικά τον κύκλο των ερωτημάτων που άνοιξε ο Χάιντεγκερ με το Είναι και Χρόνος και αναψηλάφησε ο Ντεριντά με λεπταίσθητη δεινότητα. Το χαϊντεγκεριανό σημαίνον Unverborgenheit συμπυκνώνει όλο τον διφορούμενο απόηχο της μεταφυσικής θέσμισης της Αλήθειας ως εν εκλείψει εκκολαπτόμενης παρουσίας, ως άρση του πέπλου της λήθης και ως επιφάνιση υπό προθεσμία. Στην υφαιρετική επαναθεμελίωσή της στον Μπαντιού, η Αλήθεια, καθότι κενή, δεν παρουσιάζει τίποτα. Δεν είναι προικισμένη με βάθος, άδηλο, συγκαλυμμένο, εκκαλυπτόμενο. Δεν είναι εκκάλυψη, κάλυκας που ανοίγει στο σημείο μιας οντοδοσίας. Το ίχνος της Αλήθειας δεν συλλέγεται στο πεδίο της οντολογικής επώασης, αλλά της συμβαντικής έκλειψης. Η Αλήθεια δεν είναι Αποκαλυψιακή. Εκθέτει στο κενό της εγχειρηματικότητάς της την ετυμηγορία ότι υπάρχουν αλήθειες και συστεγάζει την ετερότοπη συνδυνατότητά τους. Δεν είναι διόλου ανακριβές να πούμε ότι ο Μπαντιού, μετά τον Λακάν, διασώζει την Αλήθεια, που η ντερινταϊκή ετυμηγορία είχε στείλει στο ικρίωμα της μεταφυσικής υποψίας. Γενικότερα ο Μπαντιού περισώζει την Αλήθεια από τη χλεύη του αντιπλατωνικού Γολγοθά, στην οποία την καταδίκασε η νιτσεϊκή φιλοσοφική νεωτερικότητα. Πώς; Ανιχνεύουμε εδώ την πιο νευραλγική και ιδιοσύστατη εστία της προβληματικής του. Την περισώζει προσφέροντάς της φιλοξενία στην υφαιρετικότητα. Η υφαιρετικότητα είναι το σχήμα αποδόμησης της Αλήθειας ως μεταφυσικής της παρουσίας, το σχήμα απόσβεσης του μεταφυσικά ανατοκιζόμενου χρέους της Αλήθειας απέναντι στην υπό προθεσμία εκκάλυψη.

Η «διαδικαστική» άρση, όχι του πέπλου, αλλά της Unverborgenheit.

Δημήτρης Βεργέτις

Ψυχαναλυτής,

διευθυντής του περιοδικού αληthεια